Νικόλας Σμυρνάκης | “Ο Γιώργος κι ο Τζακ”. Η αληθινή ιστορία ενός αγοριού και του σκύλου του (διήγημα)

Διήγημα δημοσιευμένο στο Λογοτεχνικό Μπιστρό της Στέλλας, 2012

Δέκα χρονών ήταν ο Γιώργος όταν γνώρισε τον Τζακ. Περιδιάβαινε μόνος τους έρημους χωμάτινους δρόμους του χωριού του, μην ξέροντας ότι αυτό που αναζητούσε ήταν μια παρέα. Γι΄ αυτό τη βρήκε. Γιατί δεν ήξερε ότι την αναζητούσε.

Συνάντησε τον Τζακ σε ένα χωράφι να ξεθάβει τον πολύτιμο θησαυρό του. Ένα κόκαλο. Τον ζύγωσε προσεχτικά. Ο Τζακ μύρισε τον φόβο του αλλά τον σεβάστηκε. Δεν άργησε να καταλάβει ο ένας τις προθέσεις του άλλου, για να καταλήξουν, μετά από λίγη ώρα, να γίνουν φίλοι. Αχώριστοι.

Κάθε μέρα ο Τζακ τον περίμενε με υγρή από ευχαρίστηση γλώσσα, κουνάμενη από χαρούμενη προσδοκία ουρά, να τον λύσει και να φύγουν. Ανακάλυπταν μαζί τις βασικές αρχές της φιλίας, μάθαιναν να επικοινωνούν με νοήματα που δεν απαιτούν τις λέξεις για να εκφραστούν. Αυτά που υπήρξαν, πριν ακόμη είκοσι-τριάντα γράμματα κλειστούν σε αλφαβητάρι και φτιάξουν την πρώτη δομημένη γλώσσα.

Ένιωθαν αγάπη ο Γιώργος κι ο Τζακ. Μια αγάπη εκκωφαντικά σιωπηρή, που δυο χρόνια φίλοι τώρα, είχαν μάθει να τη σιωπούν με χάδια, ατελείωτες βόλτες και περιπέτειες. Ο Τζακ μύριζε τον κίνδυνο από χιλιόμετρο, γρύλιζε απειλητικά θέλοντας να προστατέψει το φίλο του. Κι ο Γιώργος, πάντα φοβόταν μη στοιχίσει στον Τζακ η γενναιότητά του. Σε κάθε σήμα καπνού καθησύχαζε το γενναίο συνοδοιπόρο, οδηγώντας τον μακριά απ’ την φωτιά του κακού. Συνήθως αυτή αφορούσε άλλα ζώα, πιο άγρια, πιο αδέσποτα απ’ τον Τζακ. Αλεπούδες, λύκους, τραγιά που θύμιζαν ξαναμμένα.

Θηκάρωναν κάθε καινούρια εμπειρία και κράδαιναν, σπαθί στον αέρα, την ορμή τους για τον καινούριο άθλο. Το παιχνίδι ενός παιδιού και του σκύλου του ήταν πάντα ένας άθλος. Ο Γιώργος ενσάρκωνε τον Ηρακλή, τις ιστορίες του οποίου άκουγε στο σχολείο. Στον Τζακ είχε δώσει τιμητικά το ρόλο του Ιόλαου. Μαζί έσωναν το χωριό απ’ τις Λερναίες Ύδρες που το απειλούσαν.

Μια μέρα, βρέθηκαν στο δρόμο τους δυο όρνιθες, πρώτες ξαδέρφες των Στυμφαλίδων, κι ένα ζώο, το πιο αδίστακτο μέσα στη φύση. Έμελλαν να εκθέσουν τους δυο φίλους στον μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ όλους. Αυτόν που επιφυλάσσει η μοίρα, μοναχά στους ήρωές της.

Καθώς βάδιζαν σε έναν γνώριμο δρόμο, απ’ αυτούς που συχνά χρησιμοποιούσαν για αφετηρία στις εξορμήσεις τους, συνάντησαν ένα άγριο τέρας με μουστάκι και δασύτριχο στήθος. Κρατούσε ένα όπλο, ούτε ανδρικό ούτε παιδικό, τόσο σφιχτά που στέναζε στη χούφτα του.

Άξαφνα, σήκωσε με το πελώριο χέρι του το όπλο στον αέρα, σημαδεύοντας τον ουρανό. Οι μύες του προσώπου του τεντώθηκαν αποκαλύπτοντας ένα ανάγλυφο από πράσινες φλέβες στο λαιμό του. Άνοιξε το στόμα του και μια σάπια μυρωδιά μόλυνε τον αέρα:

«Γιώργη», του φώναξε, «γρίκα ό,τι σου πω». Το παιδί πάγωσε στη θέα του ανθρώπινου θεριού.

«Μαυροτύχη κερατά, πάρε το καραμπίνι και ξέκανε το κοπρόσκυλό σου, γιατί αν δεν το κάμεις, θα τον αρπάξω απ’ την ουρά, θα ‘τονε σύρω στο χωριό και θα ‘τονε κρεμάσω με τα ίδια μου τα χέρια στον πλάτανο. Τρεις μέρες θα τον αφήσω να κρεμάται κι όταν του ανοίξουν τσι κοιλιές τα όρνια, θα πετάξω το κουφάρι του στους χοίρους. Δυο όρνιθες πρόλαβε και μου ’φαε μέσα απ’ το κοτέτσι οψές το κακοζωισμένο. Θα ‘ναι οι τελευταίες του. Του λυσσάρη».

Ένα τρανταχτό γέλιο τυμπάνισε τον αέρα κι ο Γιώργος έμεινε με το όπλο του δίπατου γέρο-Αϊτού στο χέρι και δυο φυσίγγια ανάμεσα στα πόδια.

Το δεκάχρονο αγόρι είχε φτιάξει μέσα στο μυαλό του έναν κόσμο όπου όλοι οι γέροι είναι σοφοί και τα παιδιά υποχρεωμένα να ακολουθούν τα προστάγματά τους. Στην ολιγόχρονη ζωή του δεν του δόθηκε ποτέ επιλογή, άλλη από αυτήν.

Έκατσε κάτω από μια ελιά και πλάνταξε. Κι όσο έκλαιγε, ο Τζακ τον τριγύριζε, τον δρόσιζε με την παρηγορητική του γλώσσα, γουργούριζε λυπημένα, τριβόταν πάνω του, κάτω του, γύρω του.

Το όπλο δεν άργησε να τεντώσει την κάνη του πάνω στο κεφαλάκι του Τζακ, που κοιτούσε σαν άνθρωπος το Γιώργο, με ένα βλέμμα γεμάτο παρηγοριά για το αφεντικό του, το φίλο του. «Μην κλαις αφεντικό, μην κλαις παλιόφιλε», σαν να τον άκουσε να του μιλά, «χτύπα καλύτερα, μα μη κλαις γιατί πονώ να σε θωρώ, πιο πολύ απ’ όσο πονεί μια σφαίρα».

Η ακίδα του σκοπεύτρου έτρεμε ανάμεσα απ’ τα μάτια του Τζακ που τώρα ήταν ακίνητος. Το όπλο βούιξε χαρούμενο κι ο Τζακ σωριάστηκε χάμω. Το σκυλί παρέλυσε. Ο Γιώργος έπεσε στα γόνατα να θρηνήσει την ανεπανόρθωτη πράξη του. Τότε ξιπάστηκε, έγειρε πίσω λες κι είχε δει φάντασμα. Ο Τζακ είχε μετακουνηθεί και τώρα ανασηκωνόταν με δυσκολία στα τέσσερα λυγερά του πόδια. Ήταν γιομάτος αίματα που έσταζαν απ’ το ανοιχτό κρανίο του. Ο Γιώργος θόλωσε. Δονήθηκε η ύπαρξή του. Δεν βάσταξε να δει, να καταλάβει τι είχε προκαλέσει. Μα πλέον δεν υπήρχε γυρισμός.

Από τη στιγμή εκείνη και πέρα δεν ξανασκέφτηκε. Αναζήτησε έντρομος το δεύτερο φυσίγγιο. Ο Τζακ σερνόταν τρεκλίζοντας πίσω του, πιστός όπως πάντα σε κάθε του βήμα. Το αγόρι όπλισε ξανά και σημάδεψε μέσα από ένα πηχτό δάκρυ. Η δεύτερη σφαίρα έσκισε το λαιμό του Τζακ. Ασθενική βολή γι’ αυτό και τόσο επίπονη. Το κεφάλι του πια μισό, καλυμμένο τώρα ολοκληρωτικά από σκοτωμένο αίμα.

Ο Γιώργος λιποθύμησε απ’ το θέαμα. Μαύρος πυρετός τον έλουσε. Όταν δευτερόλεπτα μετά συνήλθε βρήκε τον Τζακ να σπαρταράει στο προσκεφάλι του μισοπεθαμένος.

Στύλωσε τη ψυχή στα δυο του πόδια, βρήκε στο βάθος της μια στάλα σθένους. Όχι πια για να τελειώσει τη ζωή του φίλου του, μα να τον λυτρώσει από αυτήν. Είχε χρέος. Σήκωσε με τα μικρά του χέρια τον τριχωτό φίλο, τον έσφιξε στην ατροφική αγκαλιά του και βάδισε αταλάντευτα. Οι πέτρες μετακινούνταν, σαν από μόνες τους, ανοίγοντας δρόμο. Η καρδιά σκισμένη και τα μάτια στερεμένα πια από δάκρυα. Στερεμένο νόμιζε και το εγκαταλειμμένο πηγάδι που ξέκρινε πιο πέρα. Φίλησε τον Τζακ στις δυο πληγές που τώρα δεν ξεχώριζαν και τον πέταξε με όλη του τη δύναμη στο πεινασμένο στόμα του πηγαδιού.

Άκουσε τον ήχο που συνθέτει το στάσιμο νερό όταν ενοχλείται από αγαπημένα σώματα σε ελεύθερη πτώση. Η ψυχή του πέτρωσε. Κρεμάστηκε απ’ το χείλος του πηγαδιού αμίλητος. Το λιγοστό νερό στον πάτο είχε αποδειχθεί εγκληματικά αρκετό, εγκληματικά σωτήριο για τον Τζακ. Οι σταγόνες του ζευγάρωναν με το σκυλίσιο αίμα που έσταζε τώρα απ’ το πρόσωπο του Γιώργου.

Ο Τζακ έκανε αργούς, σαν μεταθανάτιους κύκλους γύρω απ’ τα τοιχώματα του πηγαδιού κινώντας ανεπαίσθητα τα δυο μπροστινά του πόδια. Αρνιόταν να σωθεί, να χαθεί, να αφήσει πίσω ορφανό το μοναχικό παιδί.

Τέσσερις δολοφονικές κοτρόνες, πιο βαριές από όσο άντεχε να σηκώσει, κατάφερε να ξεκολλήσει το αγόρι απ’ το ετοιμόρροπο κι ακόμα πεινασμένο στόμιο του πηγαδιού. Μία μία κατρακύλησαν στο βάθος του. Οι δυο πέτυχαν τον Τζακ. Οι άλλες δυο κύλησαν βαθύτερα. Βρήκαν την μεταλλαγμένη ψυχή του άλλοτε παιδιού.

Όλα γύρω τους, όλα μέσα τους, βάφονταν απ’ το ανεξίτηλο βαθυκόκκινο του θανάτου. Ξεψυχούσαν παρέα. Μέχρι που σταμάτησαν να κινούνται. Και οι δυο. Παρέα και πάλι. Όπως πάντα….

Αργά το βράδυ βρήκαν το Γιώργο γεμάτο ξεραμένα αίματα, αμίλητο στο χείλος του πηγαδιού να έχει επιτελέσει το χρέος του απέναντι στους μεγάλους, τους γέρο-σοφούς. Έπλεε στην κόκκινη παραζάλη του. Όπως ο φίλος του στο αιμοπνιγμένο νερό. Οι γερο αϊτοί, αφού κατάλαβαν ότι το παιδί είχε αντρωθεί αποδίδοντας ανώτερη δικαιοσύνη, του ‘σφιξαν περήφανοι το χέρι. Η φυσική, γέρικη, απάνθρωπα ανθρώπινη τάξη, είχε αποκατασταθεί.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά, κι ο Γιώργος δεν ξαναπάτησε στο χωριό του. Δεν απέκτησε ποτέ ξανά φίλο. Μήτε άνθρωπο μήτε ζώο. Κι ακόμα περισσότερο, μήτε ζώο με ψυχή ανθρώπου. Εικοσιπέντε χρόνια μετά κι ο Γιώργος δεν ήπιε μια φορά νερό που να μην του φανεί γλυφό σαν αίμα.