tumblr_inline_nqui703NVH1r1cwub_500

Νικόλας Σμυρνάκης | Ο αναρχικός δάσκαλος 3.0

tumblr_inline_nqui703NVH1r1cwub_500

«Αν ο αναρχικός δάσκαλος μπορούσε να μιλήσει, θα σιωπούσε με λέξεις»

Όσοι αγαπούν τις νέες ιδέες κινούν τα γρανάζια του κόσμου, του δίνουν ανάσες να μη σαπίσει. Οι υπόλοιποι συνήθως τον διοικούν. Εκεί είναι που επεμβαίνουν οι αναρχικοί δάσκαλοι αυτού του κόσμου.

Αυτοί που πιστεύουν πως η προσωπική ανάπτυξη του καθενός, είναι η σπουδαιότερη μορφή αντίστασης, η σπουδαιότερη μορφή επανάστασης.

Αυτοί που πιστεύουν πως αν δώσεις περισσότερα από όσα λαμβάνεις θα λάβεις περισσότερα από όσα έδωσες.

Όσοι θεωρούν πως το μεγαλύτερο θαύμα είναι ότι ζούμε και είναι περισσότερο από σίγουρο πως αν οι ίδιοι κάποτε πεθάνουν, θα είναι από υπερβολική δόση ζωής.

Όσοι θεωρούν πως είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε εμείς. Μόνο που εμείς μπορούμε να γίνουμε όποιος θέλουμε.

Εκείνοι που ξέρουν πως τα «όχι» που προτιμούμε υπάρχουν γιατί κάποιος βρέθηκε να τους πει το «ναι», πως τα «Ποτέ» που ξεστομίζουμε γεννιούνται απ’ τα ίδια Πι με τα «Πάντα» που αποφεύγουμε.

Εκείνοι που δεν μένουν στο ύψος τους ποτέ, που συνεχώς ψηλώνουν, που είναι έτοιμοι να ξαναγράψουν τις βιβλιοθήκες του κόσμου, να εφεύρουν καινούρια αυτονόητα. Είναι πια γνωστό. Σε κάποια παλιά δεν είναι να έχεις μπέσα.

Αν ο συγκεκριμένος αναρχικός δάσκαλος μπορούσε να μιλήσει, θα σας έλεγε πως δεν κρατά μολότοφ, κρατά λουλούδια. Μόνο που τα λουλούδια για να προστατέψουν την ομορφιά, το χρώμα, το άρωμά τους, χρησιμοποιούν αγκάθια.

Αν ο συγκεκριμένος αναρχικός δάσκαλος μπορούσε να μιλήσει, θα σας έλεγε πως οι άλλοι είμαστε εμείς, αλλά δεν το ξέρουμε ακόμα. Πως αν αλλάξουμε εμείς, αλλάζουν όλοι.

Αν ο συγκεκριμένος αναρχικός δάσκαλος μπορούσε να μιλήσει, θα σας έλεγε πως πριν από κάθε του ανάσα, ελπίζει. Η ελπίδα γι’ αυτόν, πεθαίνει πάντα τελευταία και ανασταίνεται πρώτη, όταν βρεθούν δέκα άνθρωποι να πουν «όχι» σε όσα μας σκοτώνουν. Κι οι δέκα γίνουν εκατό κι οι εκατό γίνουν χίλιοι κι οι χίλιοι γίνουν «όλοι» κι οι «όλοι» γίνουμε «εμείς».

Όλοι μας κρύβουμε έναν αναρχικό δάσκαλο μέσα μας. Δεν τον κρύβουμε, είμαστε αυτός γιατί μπορούμε να γίνουμε τέτοιος. Κι αν μας έπεισαν κάποτε πως γεννιόμαστε, κι όχι ότι γινόμαστε, ήρθε η ώρα να τους πούμε ότι γεννιόμαστε για να γίνουμε.

ΥΓ. Το κείμενο του αναρχικού, το βραβείο και τα όσα όμορφα το ακολούθησαν είναι εξαιρετικά αφιερωμένα σε όσους, με ό,τι μέσο έχουν, αγωνίζονται ενάντια στο αδιανόητο που ζούμε.

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”20px 0px 20px 0px”]

Το κείμενο αυτό του Νικόλα Σμυρνάκη δημοσιεύτηκε στη σελίδα του protagon.gr το 2012. Είναι η τρίτη συνέχεια του κειμένου που βραβεύθηκε από τα e-awards ως το καλύτερο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο το 2011.

“Ο αναρχικός δάσκαλος 2.0”
“Ο αναρχικός δάσκαλος 1.0”

tumblr_lyiqmm4g5C1r1cwub

“Όταν οι «όλοι» γίνουμε «εμείς»”

tumblr_lyiqmm4g5C1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2012

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία κι ανασταίνεται πρώτη όταν βρεθούν δέκα άνθρωποι να πουν «όχι» σε όσα μας σκοτώνουν. Κι οι δέκα γίνουν εκατό κι οι εκατό γίνουν χίλιοι κι οι χίλιοι γίνουν «όλοι» κι οι «όλοι» γίνουμε «εμείς».    

– – – – – – – – – – – – – –

Ένα χρονογράφημα όπως θέλει να λέγεται τούτο εδώ, με έμπνευση την πόλη και στόχο την παραγωγή ιδεών μέσα από τις ιστορίες της, πρέπει να ακολουθεί μια συγκεκριμένη συλλογιστική.

Πρώτον να χρονογραφεί, δεύτερον να παράγει ιδέες μέσα από της ιστορίες της πόλης. Όταν η πόλη σου δεν παρέχει ερεθίσματα για να παράγεις ιδέες, τότε πρέπει ή να αλλάξει πόλη ή να αλλάξεις στήλη.

Υπάρχει και άλλη επιλογή: Να καταλάβεις ότι οι άνθρωποι της πόλης σου και όλων των άλλων πόλεων δεν είναι παρά πρωταγωνιστές μιας κοινής ιστορίας πόλεων για την οποία θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια νέα στήλη στην εφημερίδα, με πανελλαδική χροιά. Κι αυτό γιατί τα τοπικά προβλήματα είναι πια εθνικά προβλήματα, η τοπική αγανάκτηση είναι εθνική αγανάκτηση, η τοπική ελπίδα είναι εθνική ελπίδα.

Οι άνθρωποι της πόλης σου είσαι εσύ, οι άνθρωποι της πόλης σου είναι όλοι οι άνθρωποι όλων των πόλεων της χώρας σου. Δεν ξέρεις τι να περιμένεις από αυτούς γιατί δεν ξέρεις τι να περιμένεις από σένα. Τη μια μέρα οι αντιδράσεις παγώνουν, την άλλη το ηθικό αναπτερώνεται. Τα διλήμματα ξεφυτρώνουν στο δρόμο σαν μανιτάρια, η αντίδραση γίνεται αναμονή, η αναμονή ελπίδα και η ελπίδα καταρρακώνεται ξανά από την σκέψη: «μα γιατί ήλπιζα, αφού πιο πιθανό είναι η αλλαγή να ασχοληθεί με την πολιτική, απ’ το να αλλάξουν οι πολιτικοί».

Ελπίζαμε γιατί είχαμε ανάγκη να ελπίζουμε, όπως ακριβώς εκείνοι είχαν ανάγκη να μας κάνουν να ελπίζουμε, για να βρουν χρόνο να σκοτώσουν την ελπίδα μας. Αυτή που πεθαίνει πάντα τελευταία. Και ανασταίνεται πρώτη όταν βρεθούν δέκα άνθρωποι να πουν «όχι» σε όσα μας σκοτώνουν. Κι οι δέκα γίνουν εκατό κι οι εκατό γίνουν χίλιοι κι οι χίλιοι γίνουν «όλοι» κι οι «όλοι» γίνουμε εμείς.

«Άκουγα φασαρία προς το κέντρο της πόλης. Αποφάσισα να προχωρήσω. Όσο πλησίαζα στην πλατεία η φασαρία γινόταν βουή και η βουή ξεκάθαρες φωνές ενός χαώδους πλήθους που δε ζητούσε πια ελευθερία, δημοκρατία, δικαιοσύνη, δεν αγανακτούσε ούτε ένιωθε αδικία. Είχε πάρει την τύχη στα χέρια του, χέρια που πλήθαιναν ώρα με την ώρα και μπλέκονταν σε όλο και περισσότερες ελπιδοφόρες αγκαλιές».

Αυτή την ιστορία πόλης δεν την είδα για να τη μεταφέρω. Την ήλπισα, τη φαντάστηκα, την πεθύμησα, την αγάπησα, τη θέλησα. Μα πάνω απ’ όλα τη μοιράστηκα.

tumblr_lyiqwgzPIY1r1cwub

“Οι 5 πιο απεχθείς πολιτικές πλάνες των ημερών”

tumblr_lyiqwgzPIY1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2012

Να τους αφήνουμε να πιστεύουν ότι έχουν ακόμα το δικαίωμα να μιλούν εξ ονόματι του κόσμου δηλώνοντας ευθαρσώς «τι επιθυμεί ο λαός να γίνει», «τι περιμένει ο λαός από αυτούς» κτλ.

Να πιστέψουμε ότι ένας τραπεζίτης έχει καμιά καούρα να ασχοληθεί με τα προβλήματα των υπερχρεωμένων από τις τράπεζες Ελλήνων.

Να νομίζουν ότι μπορούν να υποκαταστήσουν τις εκλογές, άρα και τη δημοκρατία, με διορισμένες κυβερνήσεις.

Να νομίζουν ότι θα καμφθούν οι αντιστάσεις του κόσμου επειδή με την είσοδο της ΝΔ στην κυβέρνηση εκπροσωπείται δήθεν στη Βουλή, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού (last year).

Να ελπίζουμε σε κάτι καλό από την νέα κυβέρνηση και να περιμένουμε να αντισταθούμε αφού μας πάρουν πάλι τα σώβρακα.

tumblr_lujxt4Vy6M1r4hp3vo1_500

Νικόλας Σμυρνάκης | Άσε κάτω τα Σι Ντι ρε! (διήγημα)

tumblr_lujxt4Vy6M1r4hp3vo1_500

δημοσιευμένο στο www.peopleandideas.gr, 2011

Μαλλί χτενισμένο από τον άνεμο, μελαχρινός αλλά όχι μαύρος, μπλάβα χείλη μισάνοιχτα. Γύρω στα τριάντα, Πακιστανός, φορά μαύρο σακάκι με σηκωμένους γιακάδες και ασορτί παντελόνι. Ο γιακάς του πουκαμίσου ίσα που διαγράφεται κάτω απ’ το λαιμό. Πριν δέκα, δεκαπέντε χρόνια ίσως και να θεωρείτο καλοντυμένος.

Πώς να τον λένε; Χαγκί, Ρανά, Σαλέμ, Ραφίκ; Τι σημασία έχει; Έχει, πώς δεν έχει; Το όνομα σμιλεύει την ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου. Να τον ρωτήσω; Θα τον ρωτήσω, γιατί όχι; Όταν θα έρθει από εδώ.

Πουλάει CD. Πόσες ώρες να είναι στο δρόμο; Να δεις που αυτός ο άνθρωπος κάνει άνετα είκοσι χιλιόμετρα την ημέρα. Να μη ξεχάσω να τον ρωτήσω και γι’ αυτό όταν θα πλησιάσει.

Σίγουρα θα μένει με άλλους οχτώ συμπατριώτες του στην ίδια γκαρσονιέρα. Πώς να βρέθηκε στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, στα Λιοντάρια, στην απέναντι καφετέρια; Θα ήταν εντελώς παράλογο να σκεφτώ ότι έψαχνε να με βρει για να μου γεννήσει όλα αυτά τα ερωτήματα. Είναι, αλλά τώρα είναι αργά. Οι σκέψεις, ακόμα και οι πιο ελαττωματικές από αυτές, δεν επιστρέφονται.

Ήθελε να βρει δουλειά. Δουλειά ή δουλεία. Πολλές φορές το ίδιο κάνει. Στον τόνο θα τα χαλάσουμε τώρα; Κατέληξε να πουλάει CD. Πέντε ευρώ το ένα. Αυτός θα κρατάει ψίχουλα και τα χοντρά πάνε σε εκείνους που τον πέρασαν από τα σύνορα. Χίλια ευρώ το κομμάτι επί… Πόσους να πέρασαν εκείνη τη νύχτα; Οχτώ. Ναι. Εκείνον και τους υπόλοιπους εφτά συγκατοίκους του. Οχτώ επί χίλια. Να πόσο τιμάται η ελευθερία για τους δουλεμπόρους. Για τον Ραφίκ – έτσι θα τον ονομάσω για την ώρα, μην ξεχάσω όμως να τον ρωτήσω το πραγματικό του όνομα – αυτοί οι δουλέμποροι είναι γνήσιοι απελευθερωτές. Κι ας τον θεωρούν ένα κομμάτι κρέας. Η ελευθερία για τον Ραφίκ δεν έχει τιμή. Δεν έχει τιμή, αλλά από υπερηφάνεια, άλλο τίποτα.

Λες να κρατάνε τα χαρτιά του και να τον απειλούν ότι θα τον στείλουν πίσω; Σίγουρα πράγματα. Όταν έρθει θα προσπαθήσω να φέρω τη συζήτηση προς τα εκεί. Να δεις που ούτε το κρύο, ούτε η ορθοστασία, ούτε o συνωστισμός στη γκαρσονιέρα, ούτε τα πενιχρά έσοδα, ούτε η εκμετάλλευση τον ενοχλούν. Αυτά τα «όχι», όμως… Ναι, αυτά θα τον τρελαίνουν. Θα κοιμάται και θα ονειρεύεται υπερμεγέθη τέρατα που ξερνάνε φλογερά «όχι». Από την ώρα που τον είδα πρέπει να έχει επισκεφτεί εικοσιπέντε τραπέζια. «Όχι», «πήραμε», «δε θέλω», «άσε μας», «φύγε». Οι πιο ευγενικοί «ευχαριστώ». Σε ποτίζει αυτό το «όχι». Γι’ αυτό μου φαίνεται βρεγμένος από την κορυφή ως τα νύχια. Δεν είναι απ’ τη βροχή, απ’ τα «όχι» είναι. Στάζει όμικρον, χι και ιώτα.

Και λοιπόν; Εκεί που ζούσε δεν μπορούσε να ονειρεύεται ότι θα αποκτήσει ποτέ τίποτα. Με ένα όπλο πάνω από το κεφάλι να απειλεί τη ζωή του, τι να ονειρευτεί; Ήρθε εδώ και πάλι τίποτα δεν έχει. Κι αυτό, όμως, κάτι είναι. Είναι σε θέση να έχει, έστω και το «τίποτα».

Καλώς τον. Έρχεται προς τα εδώ. Πλησιάζει. Χαμογελάει. Μα πάει καλά; Πώς μπορεί να χαμογελάει με τόσα «όχι» σφηνωμένα μέσα του. Δεν τον πληγώνουν; Θα είναι υπεράνθρωπος, δηλαδή αυτάρκης. Δεν του λείπει τίποτα γιατί ορίζει, κυβερνά το «τίποτα». Τι μπορώ να του προσφέρω εγώ; Όπως πάνε τα πράγματα, σε λίγο ίσως να βρεθώ στη θέση του. Γίνονται και τόσες ληστείες καθημερινά, όλοι είναι εξοργισμένοι, λες και μόνο οι μετανάστες κλέβουν. Ε, λοιπόν, θα το κάνω, κι ας με περάσουν για τρελό.

Σι, Ντι, Σι Ντι…

Άσε κάτω τα Σι Ντι ρε και κάτσε να πιούμε έναν καφέ.

tumblr_ltmipt4SSK1r4hp3vo1_400

“Ελλάδα ΑΕ”

tumblr_ltmipt4SSK1r4hp3vo1_400

δημοσιευμένο στη στήλη αναγνωστών: www.protagon.gr, 2011

Με την ψήφιση του εφαρμοστικού Νόμου συστήθηκε μια ανώνυμη εταιρία ξένων συμφερόντων (ΤΑΜΕΙΟ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ  Α.Ε)   η οποία αναλαμβάνει όλα, μα όλα τα περιουσιακά στοιχεία του κάποτε ελληνικού κράτους. Δεν θα πληρώνει κανένα φόρο αλλά θα εκμεταλλεύεται τα έσοδα από αρχαιολογικούς χώρους, παραλίες, ορυκτό πλούτο (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, χρυσό, ουράνιο), δημόσιες επιχειρήσεις, δημόσια κτίρια κτλ., τα οποία θα πηγαίνουν κατευθείαν στους Δανειστές μας.

Παρατηρητές των ∆ανειστών θα ελέγχουν και θα αναφέρουν στην Ευρώπη και στο ΔΝΤ. Έχουν το δικαίωμα να εισηγηθούν το ξεπούλημα, με συγχωρείτε, την παραχώρηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης ήθελα να πω, οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου σε όποιον επιθυμούν. Αναρωτιέμαι. Η αστυνομία και ο στρατός πού θα ανήκουν αύριο και από ποιον θα παίρνουν εντολές; Επίσης, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα βρεθεί ένας υψηλόβαθμος Τούρκος σε θέση παρατηρητή του Ταμείου να επηρεάζει αποφάσεις που άπτονται των κυριαρχικών (αστεία ακούγεται πια αυτή η λέξη) μας δικαιωμάτων;

Οι «Έλληνες» πολιτικοί έγιναν συμμέτοχοι – συνένοχοι στο μεγαλύτερο ανθελληνικό έγκλημα όλων των εποχών και αναρωτιέμαι: Τι μπορεί κάποιος να έχει τάξει σε αυτούς που ψήφισαν «ΝΑΙ» σε αυτόν τον εφαρμοστικό Νόμο, τι που να ξεπερνά σε αξία αυτό με τη μεγαλύτερη αξία απ’ όλα; Την εθνική ανεξαρτησία, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, τη συλλογική και ατομική αξιοπρέπεια.Και έπειτα αναρωτιέμαι κι άλλο. Αν ο αγανακτισμένος κόσμος επιτάξει την Ακρόπολη, το Ταμείο τι θα κάνει; Πώς θα την εκμεταλλεύεται; Πόσα χημικά θα ρίξουν ακόμα; Εκτός κι αν πρέπει να φοβόμαστε ότι στο επόμενο επεισόδιο θα βγει και ο ευρωστρατός στους ελληνικούς δρόμους. Δήθεν για τήρηση της τάξης. Κάποια ειρηνευτική αφορμή θα βρουν. Η οικονομική υποδούλωση, τους είναι άραγε αρκετή;

Η παλιά Ελλάδα αντικαθίσταται από μια ανώνυμη εταιρία. Μέτοχοί της δεν θα είναι οι Έλληνες αλλά οι δανειστές μας; Μείναμε μόνοι στο δρόμο να παλεύουμε με τραπεζικά θηρία και κολοσσιαίους διεθνείς οργανισμούς. Οι πολιτικοί, μας πρόδωσαν. Καιρό τώρα. Μακάρι να μπορούσαμε να τους κατηγορήσουμε για άγνοια, για ανικανότητα, για βλακεία ακόμα. Κι όμως. Ξέρουν. Δεν μπορεί να μην ξέρουν τι κάνουν.

Όσους εφαρμοστικούς και να ψηφίσουν όμως, αν δεν τους αφήσουμε ήσυχους (τους δανειστές και τους παρατρεχάμενούς τους), χρήματα από αυτή την ιστορία δε θα βγάλουν. Ας μην τους αφήσουμε λοιπόν ήσυχους ποτέ. Τον φοβούνται το δρόμο γιατί είναι ο μόνος που τους αντιστέκεται. Τον φοβούνται γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να ακυρώσει το Νόμο στην υλοποίησή του. Γιατί αν γι΄ αυτούς η εταιρία «Ελλάδα ΑΕ» είναι ανώνυμη, για μας είναι προσωπική. Υπόθεση προσωπική.

Όπως προσωπική υπόθεση θα κάνουμε τη διάλυσή της αρχικά –  και την επανασύσταση του ελληνικού Κράτους.

anagnwstes---gelio-arxonta-twin-towers280_436781a-thumb-large

Νικόλας Σμυρνάκης | Θα σου κοπεί το γέλιο, άρχοντα…

anagnwstes---gelio-arxonta-twin-towers280_436781a-thumb-large

δημοσιευμένο στη στήλη αναγνωστών: www.protagon.gr, 2011

Αφιερωμένο στους απανταχού άρχοντες που κρέμονται πάνω απ’ τα κεφάλια μας και γελάνε

Πρόσταξε τον καλύτερο τεχνίτη σου, να φτιάξει το πιο αχρείαστο προϊόν (για να φτιάχνεται εύκολα και φθηνά). Είναι εύκολο, το ξέρω, σαν φλύαρη οδηγία, μα για μετά σου ‘χω κάτι πιο γνωστικό.

Πείσε τους όλους να το αγαπάν, κι αν τους το αρνηθούν ποτέ, να κλαίν’, γιατί χωρίς αυτό όπως πριν, δε θα μπορέσουνε να ζήσουνε ξανά. Αρκεί να νοικιάσεις τα πρώτα χίλια κλάματα, και δάκρυα θα βρεθούν, όσα μάτια μείναν να βουρκώσουν. Υγρή επένδυση με ρίσκο μα, πώς αλλιώς θα στάξεις την πρώτη γαλάζια απόχρωση, στων φτωχικών πληγών σου το καταπιεσμένο αίμα;

Τώρα είσαι έτοιμος να χτίσεις, γιατί μοιάζεις πιο μπλε και καλοζωισμένος. «Πρώτα, ρίχνεις τα θεμέλια. Σιγουρεύεσαι ότι τα έθαψες ανάβαθα, για να σκαλίζεις πιο εύκολα το χώμα από πάνω τους, μα κυρίως αυτό ανάμεσά τους. Μετά κατασκευάζεις ορόφους. Κάθε όροφος και μια ιδέα, του πώς μπορεί να είναι ένας κατασκευασμένος κόσμος. Στο μπαλκόνι του ρετιρέ εσύ, σκύβεις να δεις τι έχεις δημιουργήσει (Να το πρώτο λάθος). Κάτω κοιτάς, μόνος γελάς, και πουλάς, πουλάς, πουλάς». Για πόσο καιρό δεν ξέρω, μα μια μέρα, ο κόσμος από κάτω σου, δεν θ’ αντέξει το βάρος της ξεκαρδιστικής επίκυψής σου, και θ’ αρχίσει η πτώση.

Νόμιζες θα άλλαζες τους νόμους, στο διαρκές παιχνίδι της ανόδου. Μα μόνο ένα μικρό ξυλάκι (ευτυχώς όχι πάντα το εκατοστό πρώτο), χρειάζεται για να γκρεμιστεί, ο πύργος με τα εκατό ξυλάκια. Κι είναι αυτό που κάθεται πιο άγαρμπα, στη διαρκώς επιδεκτική κορυφή του πύργου, νομίζοντας πως είναι ξέχωρο, νομίζοντας πως είναι αρχοντικό. Θα πέφτεις άρχοντα, πάνω στα ερείπια που δημιούργησες, κι ούτε αυτά δεν θα’ ναι πια δικά σου. Πρόλαβες πριν πέσεις κι υπόγραψες, να πουληθούν σε άλλον. Δεν σκέφτηκες να κρατήσεις, ούτε μια πέτρα καρτ-ποστάλ.

Και τότε, θα σου κοπεί το γέλιο άρχοντα. Όχι το δικό σου γέλιο. Κάθε πτώση συμπονώ. Για κείνον που τώρα αρχίζει, αρχοντικά να ονειρεύεται μιλώ, νομίζοντας πως όλος ο κόσμος, θα πιαστεί στις μπλε κολλητικές εκκρίσεις, των ονειρώξεών του. Ναι, για σένα μιλώ, που αγόρασες τα ερείπια, και θες να μας πουλήσεις νέους κόσμους Θα σου χαλάσουμε την καινούρια επένδυση άρχοντα,

Μα πριν απ’ αυτό θα σβήσουμε το γέλιο σου απ’ τα χείλη

tumblr_ltmicsqKtN1r4hp3vo1_400

Πάλι φακές ρε μάνα; | Νικόλας Σμυρνάκης

tumblr_ltmhx0PVS41r4hp3vo1_400

Νικόλας Σμυρνάκης | Restart

tumblr_ltmhx0PVS41r4hp3vo1_400

δημοσιευμένο στη στήλη αναγνωστών: www.protagon.gr, 2011

Άκου “τι θα άλλαζα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας”; Σάμπως εγώ τα δημιούργησα; Δεν είναι δουλειά μου να ορίζω τη μοίρα. Τέτοιες πολυτέλειες ανήκουν σε Θεούς και δαίμονες. Η δικιά μου μοίρα είναι να επιβεβαιώνω τη μοίρα μου, όχι να την αλλάζω. Πόσο μάλλον αυτή των άλλων.

Όσο όμως και να το καθυστερείς το αναπόφευκτο, αν σε βάλει στο μάτι…. Αυτή είναι η δουλειά του. Να σε βάζει στο μάτι. Γι’ αυτό το ‘παν αναπόφευκτο. «Είναι χρέος σου να κάνεις το χρέος σου». Έτσι γράφει η οθόνη μπροστά μου. Η κεντρική μονάδα καταλαμβάνει ένα τετραώροφο κτίριο. «Συνδέεται με κάθε ζώντα οργανισμό πάνω στη Γη». Έτσι μου είπαν. Τι ευθύνη όμως! Ούτε να το σκεφτώ δεν μπορώ. Ψέματα, μπορώ. Μόλις το σκέφτηκα.

Ας δοκιμάσω. Χάνω τίποτα; Το ποντίκι και το πληκτρολόγιο μοιάζουν συνηθισμένα. Επιφάνεια Windows. Δε θα δυσκολευτώ πολύ. Λοιπόν, για να δούμε από πού θα ξεκινήσω.

Πρώτη καρτέλα. «Πολιτικοί». Ούτε να τους βλέπω δε θέλω. “Undo”. Τι; “Κλέφτες”; Δε μ’ αρέσει αυτό. Ξανά “Undo”. Φορτώνει ακόμα… Φόρτωσε. Για να δούμε τι κάναμε; «Η επιλογή σας άλλαξε σε: Οι πολιτικοί θα λένε αλήθεια, οι κλέφτες δε θα γίνονται πολιτικοί». Δεν ήξερα ότι ήταν τόσο εύκολο; Ένα μένει. “Apply to all”. Τέλος με αυτό. Έχει κι άλλες επιλογές η ίδια καρτέλα. «Οι ομιλίες των κομμουνιστών είναι βαρετές». “Cancel”. «Σοσιαλισμός εστί βαρβαρότητα». “Delete”. Αποκτά όλο και περισσότερο ενδιαφέρον.

Άλλη καρτέλα. «Τηλεόραση». Εδώ πρέπει να έχει τουλάχιστον χίλιες επιλογές. Θέλω μια ζωή, μόνο για να τις σκανάρω. Το καλό το παλικάρι όμως… “Mute”. Ξεμπέρδεψα. Κάτσε να κάνω ένα “Save” μη χάσω τις αλλαγές.

Πάμε παρακάτω. «ΔΝΤ». Ούτε cancel, ούτε delete με αφήνει να κάνω. Μόνο save as. Φοβερό σύστημα ασφαλείας. Έτσι είσαι; “Save as”, λοιπόν. “Saveas :  Φιλανθρωπική οργάνωση”. Χα!

«Πάγοι στους πόλους». Ωπ. Εδώ τέρμα τα αστεία. Κανένα stop δεν έχει αυτό το κωλοπληκτρολόγιο; Έχει όμως Alt. Τι Αlt πού, ρε καρβούνι; Alt στο λιώσιμο των πάγων. Alt. Alt. Alt. Save save save.

Νέα κατηγορία. «Άρρωστα παιδιά στην Αφρική». “Save”. «Τα Windows δεν μπορούν να σώσουν αυτό το αρχείο»; Και τώρα; Αα, πώς δεν το σκέφτηκα; “Scan for virus. Fix now”. Πάει κι αυτό.

Επόμενο. «Ανθρώπινη Μοναξιά». Εύκολο. “Add (REAL) friends (to all)”. “Likealltheircomments”. Σαν παιχνίδι είναι τελικά. «Άστεγοι». “Home”. «Έγκλημα». “Control”. «Εξουθενωτικές ώρες εργασίας». “Pause”. Για όλα έχει λύσεις το άτιμο. «Επίσημη γλώσσα του κόσμου». Είναι σκανταλιά αυτό που θα κάνω αλλά χέστηκα. “Alt-shift ”.

Και εγώ που νόμιζα ότι ήμουν πολύ μικρός για να αλλάξω τον κόσμο. Ήμουν μικρός, είχα δίκιο, που πίστευα ότι ήμουν μικρός για να αλλάξω τον κόσμο. Αλλά μέχρι πότε θα συνεχιστεί αυτό; Τόσες καρτέλες, τόσες επιλογές.

«Κατεστραμμένες ζωές». Τι να κάνω τώρα γι’ αυτές; Νομίζω ότι, ναι, ξέρω. Κάτι αναβοσβήνει όμως στην οθόνη. Τι; Μη μου λες εμένα “να μην κάνω σε καμία περίπτωση restart” με τόσες κατεστραμμένες ζωές γύρω μας.

Βρε άντε και ούτε δεύτερη σκέψη : “Restart”!

yoga-thumb-large

Νικόλας Σμυρνάκης | Ο Αναρχικός Δάσκαλος 2.0

yoga-thumb-large

Οι δυο δικτάτορες συναντήθηκαν στα πλαίσια της συνδιάσκεψης που διοργάνωσε η δημοκρατική σέκτα «Πλειοψηφία του ενός». Οι παρουσία των αρχιστράτηγων κρατήθηκε μυστική για να μην δημιουργηθούν αντιδράσεις.

Πρώτος μίλησε ο αρχιστράτηγος Μιναμήλ. Να τι είπε.

«Όπως ο συγγραφέας για να γίνει καλύτερος πρέπει να προσέχει τις τεχνικές ενός βιβλίου που διαβάζει, έτσι κι εγώ παρατηρώ τα τερτίπια των σύγχρονων πολιτικών. Αλήθεια, τι νομίζεις ότι είναι στην πραγματικότητα οι πολιτικοί;».

«Μη μου πεις ότι πιστεύεις και συ τις ασυναρτησίες εκείνου του αναρχικού που αυτοαποκαλείται δάσκαλος;», απάντησε ο στρατηγός Γαβνόλ. Τα χείλη του ξεράθηκαν πριν προλάβει να πει άλλη κουβέντα.

«Σε κάποια πράγματα έχει δίκιο στρατηγέ. Ωραιοποιημένοι δικτάτορες είναι οι πολιτικοί. Η διαφορά τους από εμάς, είναι ότι δεν πήραν την εξουσία ασκώντας σωματική, αλλά ψυχολογική βία. Ψηφίστε μας γιατί αλλιώς βουλιάζουμε, ψηφίστε μας για να αντιμετωπίσουμε την τρομοκρατία, ψηφίστε μας για να αλλάξουμε. Προβάλλουν το υποτιθέμενο ενδιαφέρον τους για τους πολίτες και αφήνουν, δήθεν, σε δεύτερη μοίρα τους εαυτούς τους. Δεν άκουσες τον δάσκαλο; Όταν ένας άνθρωπος λέει “εγώ ”, οι άλλοι δεν ακούνε τι έχει να πει για τον εαυτό του, αλλά τι στερεί ο εαυτός του από εκείνους».

«Άντε πάλι αυτός ο δάσκαλος. Αν τον πετύχω πουθενά θα τον ξεκάμω με τα ίδια μου τα χέρια», είπε Γαβνόλ.

«Να μάθουμε από αυτόν πρέπει στρατηγέ. Όχι να τον σκοτώσουμε»

«Τι εννοείς;»

Ο αρχιστράτηγος Μιναμήλ καθάρισε το λαιμό του και έφτυσε τα υπολείμματα του βήχα του.

«Οι άνθρωποι είναι τόσο εγωιστές, που θέλουν να έχουν πάντα δίκιο. Και να τους το αναγνωρίζουν οι άλλοι. Αντί λοιπόν οι πολιτικοί να βγάζουν το στρατό στους δρόμους για να κατακτήσουν την εξουσία, λένε στους ανθρώπους ότι πράττουν εξ ονόματός τους. Έτσι ικανοποιούν τον εγωισμό των πολιτών τους, τους κοιμίζουν δηλαδή και κάνουν ανεμπόδιστα ότι τους καπνίσει».

«Και εμείς τι σχέση έχουμε με όλα;», αναρωτήθηκε ο αρχιστράτηγος Γαβνόλ.

«Μα δεν καταλαβαίνεις; Οι δυτικοί είναι σε κάποια πράγματα πιο εξελιγμένοι από εμάς. Αν θέλουμε να κρατήσουμε την εξουσία, πρέπει να τους μοιάσουμε, να ξανακερδίσουμε τους πολίτες μας. Δες τους πολιτικούς. Να σου τα διαφημιστικά, τα άρθρα, οι αφίσες, τα σχόλια υπέρ τους στα δελτία ειδήσεων. Επικοινωνία. Αυτή είναι η δύναμη στη Δύση σήμερα. Κάνουν ότι σέβονται τους ψηφοφόρους τους και χρησιμοποιούν τα Μέσα Ενημέρωσης για να περάσουν τις θέσεις τους. Αργά αργά. Πετυχαίνει όμως. Δε βλέπεις στην Ελλάδα; Δικαιώματα, μετά από αγώνες τριάντα χρόνων, καταπατήθηκαν σε μια νύχτα χωρίς αντίσταση. Βρήκαν μια σωστή πρόφαση, την ονόμασαν κρίση, χρεοκοπία, έσπειραν σταδιακά το φόβο, χρησιμοποίησαν τα κατάλληλα μέσα για να τη στηρίξουν, έπεισαν τους ανθρώπους ότι αν δεν πληρώσουν από την τσέπη τους, δε θα έχουν τσέπη για να πληρώνουν τίποτα και πέτυχαν το σκοπό τους. Και στην υπόλοιπη Ευρώπη τα ίδιο πάνε να κάνουν. Στην Αμερική το κατάφεραν λίγο νωρίτερα, με αφορμή την τρομοκρατία. Δικτατορική υποταγή και εκμετάλλευση, με την κατάλληλη δημοκρατική πρόφαση. Οι άνθρωποι είναι επιστήμονες».

Ο Γαβνόλ είχε αρχίζει να εκνευρίζεται. Και όταν εκνευριζόταν τραύλιζε. Με πολύ δυσκολία είπε:

«Αρχίχχ – ίζεις και και με εκνευρίζεις αα – ρχιστράτηγε. Τι Τι θέλεις να κάνουμε τώρα, δη-δη – λαδή; Να τυπώσουμε αφίσες από αα – τσαλάκωτο χα – χα – ρτί, να αλλάξουμμμ – ε πολίτευμα και και και να προκηρύξουμε ε-ε-εκλογές;»

«Να κάνουμε ότι κατηγορεί αυτός ο αναρχικός δάσκαλος. Αυτό θέλω. Έτσι, ίσως μια μέρα να κατηγορεί κι εμάς στις πύρινες διαλέξεις του. Μόνο τότε θα νιώσω ότι κάτι έχουμε καταφέρει».

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”20px 0px 20px 0px”]

Το κείμενο αυτό του Νικόλα Σμυρνάκη δημοσιεύτηκε στη σελίδα του protagon.gr το 2012. Είναι η δεύτερη συνέχεια του κειμένου που βραβεύθηκε από τα e-awards ως το καλύτερο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο το 2011.

“Ο αναρχικός δάσκαλος 3.0”

“Ο αναρχικός δάσκαλος 1.0”

tumblr_inline_nqugxfrXXQ1r1cwub_500

Νικόλας Σμυρνάκης | Ο Αναρχικός δάσκαλος (καλύτερο διαδικτυακό άρθρο 2011)

tumblr_inline_nqugxfrXXQ1r1cwub_500

Δεκάδες άνθρωποι συνωστίζονταν γύρω από το δάσκαλο. Κατάπιε το σάλιο του, πήρε μια βαθιά ανάσα και μίλησε. Να τι είπε:

«Οι πλειοψηφίες είναι ικανές μόνο για να ρίχνουν στην πυρά τις πιο πρωτότυπες ιδέες. Και μετά από καιρό να φτιάχνουν βωμούς και αγάλματα με τα αποκαΐδια τους. Αν η πλειοψηφία είναι στοιχείο δημοκρατίας, τότε η μειοψηφία ή ακόμα η μονάδα, είναι στοιχείο ανατροπής του σκοταδισμού που δημιουργούν χρόνιες πλειοψηφίες.

Ωραία η δημοκρατία, σοφή η δικαιοσύνη, αλλά πού είναι; Αν μου τις βρείτε θα τις προσκυνήσω πρώτος. Κανείς δεν μας απαγορεύει να διαβάσουμε την εφημερίδα της αρεσκείας μας, αλλά ρωτώ.

Οι εφημερίδες που ελεύθερα επιλέγουμε, μας λένε την αλήθεια; Κανείς δεν μας διώχνει από το σπίτι μας με τη βία, αλλά δεν μας το παίρνουν κομμάτι-κομμάτι με τα δάνεια που έμμεσα μας αναγκάζουν να πάρουμε; Κανείς δε μας συλλαμβάνει, δε μας δένει, δε μας ανακρίνει για τις απόψεις μας, αλλά δεν ξέρουν ανά πάσα στιγμή τι γράφουμε στο διαδίκτυο, τι ψωνίζουμε, τις αξίες που ενστερνιζόμαστε;

Πόσους ενόχους βλέπουμε, νιώθουμε ή φανταζόμαστε ότι κυκλοφορούν ελεύθεροι, είτε γιατί έχουν ψηφίσει άσυλο για τον εαυτό τους, είτε γιατί εξαγοράζουν την ελευθερία τους;

Δεν υπάρχει δικαιοσύνη και δημοκρατία στην πρωτότυπη, στην πλατωνική μορφή τους. Κάθε εποχή μεταφράζει τη δικαιοσύνη, μεταφράζει τη δημοκρατία, κατά πώς βολεύει αυτούς που ασκούν την εξουσία. Τους άρχοντες, τους βασιλείς, τους πολιτικούς.

Η πλειοψηφία έχει λάθος, γιατί ακολουθεί τις αξίες, – μάλλον – την μετάφραση των αξιών, που εξυπηρετούν τους λίγους. Αυτοί οι ίδιοι είναι που επέβαλλαν την κρίση, για να πλουτίσουν σε βάρος των πολλών. Σε βάρος μας».

Ποτέ ξανά μια τόσο ξεκάθαρη άποψη ενάντια στη μορφή που έχει πάρει η σύγχρονη δημοκρατία, δεν έβρισκε τόση αποδοχή. Αξίες που χτίζονται χίλια χρόνια μπορεί να καταπέσουν σε μια μέρα, φτάνει αυτός που τις αμφισβητεί να απευθύνεται στο κατάλληλο κοινό. Σε ανθρώπους με ψαλιδισμένους μισθούς και κομματιασμένα όνειρα.

[minti_divider style=”1″ icon=”” margin=”20px 0px 20px 0px”]

Το κείμενο αυτό του Νικόλα Σμυρνάκη δημοσιεύτηκε στη σελίδα του protagon.gr το 2012. Είναι η τρίτη συνέχεια του κειμένου που βραβεύθηκε από τα e-awards ως το καλύτερο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο το 2011.

“Ο αναρχικός δάσκαλος 2.0”

“Ο αναρχικός δάσκαλος 3.0”

tumblr_lyiqelNB5U1r1cwub

“Ο άλλος μας εαυτός”

tumblr_lyiqelNB5U1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

«Όταν λυπόμαστε τους άλλους είναι επειδή βλέπουμε στα παθήματά τους το ενδεχόμενο μέλλον μας. Στο τέλος, δε λυπόμαστε παρά τον εαυτό μας»

– – – – – – – – – – – – – –

Ίσως να το έχετε δει. Στη Δαιδάλου κυκλοφορεί. Κι αν δεν το έχετε δει επειδή δεν έτυχε να το δείτε ή γιατί δεν είστε από το Ηράκλειο κι ούτε βρεθήκατε εδώ γύρω τελευταία, φανταστείτε το. Ποιο; Με τόσα παράλληλα σχόλια, ξέχασα. Αστειεύομαι. Και τώρα, σοβαρεύομαι:

Το ύφος του, λόγω της φύσης της αναγκαστικής εργασίας στην οποία κάποιος, προφανώς βίαια τον ωθεί καθημερινά, δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι δουλεμένο να ανταποκρίνεται και να γλυκαίνει στη θέα του περαστικού. Ανέκφραστος και χωρίς συναισθηματική χροιά – σιγά να μην περιμέναμε να νιώθει τα βαριά λαϊκά που δεν καταφέρνουν να καταλάβουν ενήλικες με εμπειρία ζωής – δε μοιάζει να παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον.

Κανένα μαρκετίστικο πλακάτ του τύπου: «δεν μπορώ να δω τον ήλιο το πρωί, δεν μπορώ να απαντήσω σε ένα χαμόγελο, όμως κάθε πρωί προσπαθώ να χαμογελώ» δεν τον ακολουθεί όπου κι αν πηγαίνει, μήπως και μιλήσει στις κουφάλες της καρδιάς του κάθε βολεμένου, που θέλει ένα παραπάνω σπρώξιμο για να επιβεβαιώσει την ανθρωπιά του.

Παρόλα αυτά, και τον κόσμο μαζεύει και τα κέρματα πέφτουν πάνω στη θήκη του μπαγλαμαδακίου. Γιατί; Γιατί το θέαμα που προσφέρει έχει τεράστιο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Έχει καστανόξανθα μαλλιά τα οποία μοιάζουν καθαρά, τα ρούχα του είναι φυσιολογικά και το δέρμα του σταρένιο. Ή μήπως θα έπρεπε να πω: δεν είναι πολύ μελαχρινό, δεν κρέμονται διάφορα στολίδια από το λαιμό του και δε φωνάζει «κύριους κύριους, τα μου ντώσεις κάτι να φάω;». Ένα τέτοιο αγόρι, ίσως να μη μας έκανε καμιά εντύπωση. Ακόμα χειρότερα, ίσως μας φαινόταν ότι δικαιολογημένα βρίσκεται στη θέση αυτή.

Μα με τούτο εδώ, το πράμα αλλάζει. Σκληρός απ’ έξω, μα με μια υπόγεια μελαγχολία μπερδεμένη στα βλέφαρα, βουτηγμένη στα μάτια. Τόσο δικός μας και τόσο άλλος. «Ώπα ρε φίλε, αυτός μας μοιάζει», σκέφτεται ο περαστικός που όσο πνιγμένος στα χρέη κι αν είναι, τέτοια καριέρα δεν τη φαντάζεται για αυτόν ή τα παιδιά του. Πολλοί τον κοιτάνε για να συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει, άλλοι περιμένουν να ακούσουν την προφορά του για να σιγουρευτούν ότι είναι Ελληνάκι ή στη χειρότερη Ευρωπαίος (δικός μας και πάλι αν και πιο ξαδερφάκι).

Και στις δυο περιπτώσεις αποτελεί κάτι περίεργο, άξιο θέασης, λόγου και κανενός ευρού βεβαίως βεβαίως, μια και αν παρακολουθήσεις έναν καλλιτέχνη του δρόμου πάνω από δύο λεπτά, νιώθεις ότι πρέπει να κόψεις εισιτήριο.

Φαίνεται ότι οι άλλοι μας φοβίζουν πιο πολύ, κυρίως όταν μας μοιάζουν.  Ότι λυπόμαστε περισσότερο, αυτό που φαντάζει πιο κοντά μας. Δε λυπόμαστε, δηλαδή, παρά τον εαυτό μας ή καλύτερα, την πιθανότητα να βρεθεί ο εαυτός μας στη θέση εκείνου που μας μοιάζει.

Ο εαυτός μας – ο άλλος – ο άλλος μας εαυτός.

tumblr_lyipa9O9xI1r1cwub

“Νεαρέ, Έλληνας είσαι;”

tumblr_lyipa9O9xI1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

«Οι άλλοι είμαστε εμείς αλλά δεν το ξέρουμε ακόμα. Αν αλλάξουμε εμείς αλλάζουν όλοι»

– – – – – – – – – – – – – –

Έτυχε να βρεθώ λοιπόν, δύο συνεχόμενες μέρες στα μέσα και στα έξω γνωστού Κρητικού αρχαιολογικού χώρου και έμαθα (το κυνήγι των θαμμένων προβλημάτων και μια γάτα που κάνει κάθε βράδυ νιάου νιάου στα κεραμίδια μου,  θυμίζει αυτό).

Καταρχάς, το άριστον βγαίνει από το Αριστοτέλης και αυτό είναι τσεκαρισμένο. Ο συμπαθέστατος καφετεριατζής στην είσοδο που μαθαίνει ελληνικά στους ξαναμμένους τουρίστες – κάτι ανάμεσα σε κατάλοιπο κράχτη της δεκαετίας του ’80 και εκλεπτυσμένου γλωσσοημιμαθή – το έχει στα SOS.

Στα γύρω μαγαζιά το νερό κοστίζει 1,5 ευρώ ενώ η μπύρα μόνο δύο. Να γιατί μπεκροπίνουν οι τουρίστες. Αυτό δεν το διδάσκει ο καφετεριατζής. Είναι εκτός ύλης.

Μια συμπαθέστατη και πολυγλωσσότατη ομάδα στην είσοδο του αρχαιολογικού, αυτή των ξεναγών, περιμένει κάτω από τον ήλιο τις ορδές των τουριστών. Χαμογελούν κάτω από τα ψάθινα καπέλα τους και περιμένουν. Κι ύστερα περιμένουν κι άλλο. Ο τουρισμός περνά κρίση και η ξενάγηση υστερία.

Ένα Γερμανάκι πέφτει και χτυπά το κεφάλι του. Τρία εκατοστά καρούμπαλο, χωρίς υπερβολή. «Μπορείτε να φωνάξετε το γιατρό παρακαλώ», λέει ο πατέρας και όλοι γύρω του κοιτάζονται με απορία. «Πεταχτείτε στο νοσοκομείο, μα πιο γρήγορα θα φτάσετε», του συστήνουν κάποιοι κι ο Γερμανός δε μιλά άλλο μη καταλάβουμε ότι είναι Γερμανός και αναγκαστεί να ζητήσει συγνώμη εκ μέρους του Spiegel.

Και το κορυφαίο. Στην επίσκεψή μου στις τουαλέτες, περιμένοντας τη σειρά μου συνάντησα το γνωστό, 50 cent χαράτσι. Δεν μου έκανε εντύπωση, το έχουμε πια μάθει και εδώ. Το πραγματικά κορυφαίο ήταν το εξής:

«Νεαρέ, Έλληνας είσαι;», με είδε η καθαρίστρια μελαχρινό, σου λέει αφρικανός μπα, τόσο μαύρος δεν είναι, Τούρκος δε μοιάζει, Πακιστανός όχι, θα το είχα καταλάβει, δικός μας είναι.

«Ναι», απαντώ εγώ μην ξέροντας αν πρέπει να χαρώ ή να τα βάψω σκούρα.

«Μα, να μου τα λέτε αυτά ρε παιδιά», με μαλώνει ευγενικά, σχεδόν προσβεβλημένη που δεν της ζήτησα προκαταβολικά να με ευνοήσει και με στέλνει σε άλλο σεξιόν με καθαρές τουαλέτες, χωρίς ουρές.

Ντράπηκα. Ντράπηκα την καθαρίστρια που κι αυτή καλό νόμιζε ότι έκανε, ντράπηκα τους τουρίστες που παρέμειναν πίσω στην ουρά, ντράπηκα τον εαυτό μου που δεν αρνήθηκα ευγενικά κι ύστερα… κουράστηκα να ντρέπομαι. Τόση ντροπή, για τόσα πολλά πράγματα…

Σκέφτηκα πως: «Ακόμα και για να κατουρήσεις σε αυτή τη χώρα, μέσο θέλεις» και χαμογέλασα, δίχως ντροπή αυτή τη φορά. Βλέπετε, δεν έχει μείνει ούτε σταλιά.

Κι αυτό κι αν είν’ ντροπή!

tumblr_lyiokfkYCD1r1cwub

“Κρίσεις κ’ οι επικρίσεις”

tumblr_lyiokfkYCD1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

«Να πηγαίνεις ενάντια στο ρεύμα. Και τίποτα να μην καταφέρεις τουλάχιστον θα διαφέρεις από τα υπόλοιπα ψάρια».

– – – – – – – – – – – – – – 

Κρήτη λεβντογέννα, ή αλλιώς λεβεντομάνα, κλειδί του Παραδείσου, που δεξιά κρατάς μιαν ήπειρο κι αριστερά μιαν άλλη, τι σου ΄μελλε να πάθεις.

«Εμάς εδώ δε μας πιάνουν κρίσεις κ’ οι επικρίσεις, η Κρήτη είναι πλούσια και αυτάρκης. Δεν έχει να φοβηθεί τίποτα», άκουγα να λένε οι ρήτορες του χθες και τότε σχεδόν τους πίστευα. Αυτά για την Κρήτη του χτες. Για την Κρήτη του σήμερα, κανένα νέο;

Έχετε περάσει καμιά βόλτα έξω από τα προποτζίδικα, τις λέσχες, τις ψυχιατρικές πτέρυγες των νοσοκομείων; Έχετε δει τα ποσοστά παράνοιας, κατάθλιψης, βίας και αυτοκτονιών στο λεβεντονήσι;

Σε περιόδους κρίσης οι πιο μαύροι δείκτες είναι που χτυπάνε κόκκινο. Πιάνουν κορυφή και κοιτάνε αφ’ υψηλού, με θέα τον άνθρωπο στα χειρότερά του. Στατιστικά, νούμερα και δείκτες, πολλοί δείκτες: Ηρεμιστικά, κατάθλιψη, τζόγος, έγκλημα, ναρκωτικά, βία, μαύρη οικονομία και πορνεία. Την πορνεία θα προτιμούσα να μην την εντάξω στους μαύρους δείκτες, πολύ συμπαθώ τις πιο ευγενείς και ειλικρινείς από πολλές κυρίες, πόρνες, αλλά η αύξησή τους είναι σημάδι μοναξιάς και ενδεικτική της κρίσης σχέσεων στη σύγχρονη κοινωνία.

Μα δεν είναι μόνο αυτά. Ο θάνατος από κατεστραμμένα όνειρα είναι πιο βαρύς γιατί είναι καθημερινός, αδιάλειπτος. Ο φυσικός είναι ζηλευτός μπροστά του γιατί είναι ακαριαίος. Όπου κι βρεθούμε πια, όλο τα ίδια ακούμε: υποψίες χρεοκοπίας, δηλώσεις αδικίας, κατακραυγή για την πολιτική και τους εκφραστές της. Βλέπουμε θυμό, νιώθουμε την αγωνία, διαβάζουμε την ανασφάλεια στα χείλη των συνανθρώπων μας.

Τα κεφάλια είναι σκυμμένα και τα βήματα αργά. Μα στο περίπτερο, μα στο σούπερ μάρκετ, στον καφέ, στο δρόμο, στη δουλειά (αν υπάρχει), στο γήπεδο, παντού, ένα είναι το θέμα της συζήτησης. Η κρίση και πόσο άδικη είναι. Και το συμπέρασμα, πάντα το ίδιο. «Μα γιατί δεν κάνουμε κάτι»; Αυτό το «κάνουμε» αρχικά μας βγαίνει σαν «κάνουνε», μπερδεύεται λίγο στη γλώσσα και για λόγους πολιτικής ορθότητας τελικά αρθρώνεται με μι. Και μετά έρχεται φυσικά, σαν φθαρμένο από την πολλή χρήση αυτονόητο, το: «Και τι να κάνουμε;».

Δώστε μας πολέμους να κερδίσουμε, θεριά να πνίξουμε, μα να θωρούμε τον εχθρό. Τώρα, με τον εχθρό καλά κρυμμένο πίσω από πόρτες μυστικές, τι μένει να πολεμήσουν οι περήφανοι Κρητικοί; Αυτά σαν να εννοούμε με το: «Και τι να κάνουμε;».

Κάποιοι τότε, πιο διαβασμένοι αναλυτές, ρήτορες της καθημερινότητας προσθέτουν: «Δεν είναι λύση και να βγούμε στους δρόμους. Τίποτα δεν καταφέρνουμε έτσι».

Με άρθρα και ευχολόγια σίγουρα τίποτα, θα έλεγα αρχικά. Κι ύστερα θα πρότεινα να θυμηθούμε πόσο διαψεύστηκαν οι διαβασμένοι αναλυτές και ρήτορες του χθες, που έλεγαν ότι η Κρήτη δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.

Τίποτα. Παρά τον εαυτό της. Τίποτα, παρά την αφλογιστία και την απάθεια ως κοινωνικά φαινόμενα έξωθεν επιβαλλόμενα. Τίποτα, παρά τη παραδοχή μιας ενοχής που κι αυτή από άλλους σπαρμένη είναι, για να θερίζει τα πόδια μας όταν αποφασίζουμε να τα κινήσουμε με προορισμό τη δράση. Τίποτα, τίποτα, τίποτα.

tumblr_lyioxo6O3t1r1cwub

“Μια πλατεία σε ανοιχτή ακρόαση”

tumblr_lyioxo6O3t1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

«Το απρόοπτο κάνει τη ζωή ενδιαφέρουσα, ενώ το σοφά προγραμματισμένο κάνει ό,τι μπορεί»

– – – – – – – – – – – – – –

Τόπος: Κεντρική πλατεία της πόλης. Αυτής με το σιντριβάνι, που άλλοτε κλαίει κι άλλοτε γελάει. Ανάλογα με τα κέφια των συντηρητών του. Σε μια πόλη που άλλοτε κλαίει κι άλλοτε γελάει. Ανάλογα με τα κέφια των συντηρητών της και αυτή.  Μια βιβλιοθήκη που ανακαινίζεται 4 χρόνια μέσα σε ένα κτίριο 104άρων χρόνων κοιτά ανήμπορη τους λέοντες του σιντριβανιού. Εκείνη δεν μπορεί ούτε να κλάψει ούτε να γελάσει. Μόνο να ανακαινίζεται μπορεί.

Χρόνος πρόσφατος, μέρα τύποις απριλιάτικη, μα όχι κατ’ ουσία ανοιξιάτικη. Ούτε κρύα ούτε ζεστή, σαν τη διάθεση των ανθρώπων που βγήκαν στο κυνήγι ενός ζωοφόρου ήλιου, μα ξέχασαν τα δολώματα (βλέπε: χαμόγελα) σπίτια τους.

Από τη μη αίσθηση, προτιμότερη η αρνητική αίσθηση και οι άνθρωποι στην πλατεία φαίνονται να αναζητούν κάτι σε αίσθηση. Ας είναι αρνητική.

Ένα παιδαρέλι γύρω στα πέντε, ξανθομάλλικο και τολμηρό, αλαφροντυμένο με την ανοχή των βορειοευρωπαίων γονιών του, επεξεργάζεται το νερό στο σιντριβάνι. Αυτό που άλλοτε κλαίει κι άλλοτε γελάει. Το αγόρι μόνο γελάει.

Ανακατεύει το νερό και κοιτά τον εαυτό του. Εαυτός ξανθομάλλικος, αλαφροντυμένος, με εικόνα που τρέμει ανάμεσα στους κυματισμούς που δημιουργεί το νεροπνιγμένο αεράκι. Το αγόρι προσπαθεί να πλησιάσει τον εαυτό του. Να γίνουν ένα πρόσωπο. Το πρόσωπό του αγοριού. Το πρόσωπο του εαυτού του. Θα νομίζει ότι κάνει το ίδιο. Δεν ξέρει ακόμη ότι είμαστε αυτό που νομίζουμε για τον εαυτό μας και γινόμαστε αυτό που νομίζουν οι άλλοι για μας. Πλησιάζει κι άλλο. Πιο πολύ. Περισσότερο δε γίνεται. Μπλουμ.

Οι γύρω καφετέριες ξεσηκώνονται. Δυο κορίτσια στο διπλανό παγκάκι λύνονται στα γέλια. Ο «βόρειος» πατέρας πλησιάζει το αγόρι αργά, με ένα ειλικρινές μειδίαμα κολλημένο στα χείλη. Το μισό το απευθύνει στο γιο του και το άλλο μισό στα κορίτσια. Η «βόρεια» μάνα, σχεδόν ατάραχη παρακολουθεί την σκηνή της ανώδυνης σωτηρίας του γιου της.

Παίρνει εκείνη την έκφραση συγκρατημένης ανησυχίας που έχουν οι αγαπημένες των σούπερ ηρώων. Ξέρουν τη δύναμη των υπερ-αγοριών τους και δεν ανησυχούν παρά για τούτο. Να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους.

Παίρνει τη σίγουρη έκφρασης μιας μάνας που ξέρει ότι αν δεν πέσει, δεν χτυπήσει, δεν κλάψει ο γιος, δε θα ξεπεράσει ποτέ τον πατέρα. Δε θα γίνει ποτέ σούπερ ήρωας.

Το αγόρι που μόνο γελούσε στάζει από πάνω ως κάτω. Τώρα είναι η ώρα για να κλάψει. Μα δεν κλαίει γιατί βλέπει τη μαμά του ατάραχη. Δεν τα βάζει με τον άντρα της, δεν τρέχει πανικόβλητη να του βρει ρούχα για να μην κρυώσει, δεν το μαλώνει.

Τα κορίτσια ακόμη γελάνε. Τηλεφωνούν στις μαμάδες τους και ανακοινώνουν τα ευτράπελα. Ξεκαρδίζονται σε ανοιχτή ακρόαση.

Τα χείλη σιγά σιγά συσπώνται, οι άκρες τους ανηφορίζουν, τα πρώτα χαμόγελα κρέμονται από τα μάγουλα. Τώρα γελάει όλη η πλατεία σε ανοιχτή ακρόαση. Όχι με το αγόρι. Με τα κορίτσια. Η αναποδιά φέρνει γέλιο, το γέλιο φέρνει κι άλλο γέλιο και το πολύ γέλιο φωτίζει τα πρόσωπα.

Έκανα λάθος στην αρχή. Οι άνθρωποι της πλατείας δεν ξέχασαν τα δολώματα σπίτια τους. Τα κουβαλούσαν μέσα τους από την αρχή. Βρήκαν το αντίδοτο στην απουσία ήλιου κι εγώ θέμα για το επόμενο άρθρο μου.

tumblr_lzuhp1dFsv1r4hp3vo1_500

“To Κυνήγι των Θαμμένων Προβλημάτων”

tumblr_lzuhp1dFsv1r4hp3vo1_500

– άρθρο δημοσιευμένο στο TVXS, 2011
15 γρίφοι περιμένουν «λύσεις»…
1. Θέλουν να το κάνουν, ούτε αυτοί ξέρουν τι θέλουν να το κάνουν… Λες και πιο πολύ από οξυγόνο να ανασάνουν, οι άνθρωποι σε αυτήν την πόλη, καίγονται να δώσουν τέσσερα ευρώ για να κατέβουν στο κέντρο.

2. Την φτιάχνουν δυο, τρία χρόνια. Λιμενικό, Δήμος, Εφορία αρχαιοτήτων μαλώνουν για τα όρια των ορίων του καθενός και το θέατρο του παραλόγου ζητά κομπάρσους για να ανέβει η αρμυρή παράσταση και τέταρτη χρονιά.

3. Μια δουλεύουν, μια «κάθονται», με αποτέλεσμα τα αυτοκίνητα να πηγαίνουν πιο αργά και από τον ερμαφρόδιτο χοχλιό (κρητικός είναι, καρατσεκαρισμένο αυτό) με το όνομα Γκάρυ.

4. Κλειστό – κλειστό – κλειστό. Δε νομίζω να θέλετε κι άλλες πληροφορίες.

5. Δεν είναι οι δρόμοι μας γεμάτοι «τέτοιες». Είναι οι «τέτοιες» μας γεμάτες δρόμους.

6. Χρησιμεύουν και σαν πάρκινγκ. Έχουν κάτι διακοσμητικές ανάγλυφες λωρίδες κίτρινου χρώματος, που προειδοποιούν: «Επίκειται υπαίθρια καφετέρια». Οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες δεινοπαθούν ακόμα κι εκεί που θα έπρεπε να είναι ο παράδεισος τους.

7. Λογικό είναι να πληρώνουμε 1,10 ευρώ. Μας μεταφέρουν από δω μέχρι πιο κάτω (απόσταση μέχρι και 200.000 εκατοστά). Προφανώς στην τιμή υπολογίζονται οι πανάκριβες φωτεινές πινακίδες, που μας ενημερώνουν τι ώρα ΔΕΝ θα έρθουν.

8. Και το αυτοκίνητο αγγαρεία κάνει. Όλη μέρα μας κουβαλάει. Δεν αξίζει τέσσερα ευρώ η ανάπαυση και ασφαλής φύλαξή του; Όχι; Καλά, σε λίγο που η τιμή της βενζίνης θα προσεγγίσει τη χρέωση για μια ώρα, δε θα χρειάζεται να ανησυχούμε πια. Αντί να αφήνουμε τα αυτοκίνητα για να κατεβούμε κέντρο, θα αφήνουμε το κέντρο για να μείνουμε σπίτια μας. Άσε που τα «δημοτικά» βγήκαν και παράνομα.

9. Γύρω – γύρω όλοι, στη μέση η παλιά πόλη. Μας τα άφησαν κληρονομιά Βυζαντινοί και Ενετοί και θα μπορούσαν άνετα να φιγουράρουν στη λίστα της UNESCO. Χορταριασμένα και απεριποίητα, εξακολουθούν μετά από τόσους αιώνες να στέκουν αγέρωχα κι απορημένα: γιατί δεν τα αξιοποιούμε;

10. Όταν ο λόγιος την δώρισε στην πόλη, την προόριζε για ναό της γνώσης κι όχι για ένα κτίριο – φάντασμα πίσω από ημιδιάφανο προπέτασμα. Τα λιοντάρια τη βλέπουν και ρίχνουν δάκρυα αγωνίας κι εμείς αναρωτιόμαστε αν χρειάζεται να χτίσουμε την γυναίκα του πρωτομάστορα στα θεμέλια μπας και τελειώσει επιτέλους.

11. Πολύπαθη κι ιστορική. Πνίγει τα παιδιά της σε ακάλυπτα πηγάδια. Φωνάζει για την εγκατάλειψη και την παρακμή της. Ακούει κανείς;

12. Αν ήμασταν στη Ρώμη, θα ήταν φωτισμένες, θα έτρεχαν νερό κι οι τουρίστες θα έκαναν ουρά για να πετάξουν ένα νόμισμα. Αντί γι’ αυτό παίζουμε μαζί τους το «ψάξε, ψάξε δε θα με βρεις».

13. Με πείσμα «ηρωικό» στέκει ακόμα εκεί με μινωική περιβολή, βλέποντας καθημερινά τα αυτοκίνητα να παρκάρουν και να ξεπαρκάρουν και περιμένει την ανακήρυξη του ως «διατηρητέου μνημείου». Ευτυχώς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ότι οι περισσότεροι αγνοούμε ακόμα και την ύπαρξη του.

14. Για την «υγεία» προοριζόταν, σε κακόφημο landmark εξελίχθηκε. Αρχιτεκτονικό μνημείο υπό εγκατάλειψη και στο κατώφλι του ένα παρκάκι – ναρκοπέδιο με χρησιμοποιημένες σύριγγες… όχι και τόσο «υγειονομικό».

tumblr_lyim5dz8fT1r1cwub

“Μη μου κορνάρεις Χριστουγεννιάτικο”

tumblr_lyim5dz8fT1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Κρητικό μεσημέρι Σαββάτου, χειμωνιάτικη γλυκόξανθη μέρα του Δεκέμβρη με ήλιο χωρίς ντροπές και δόντια. Τόπος: Πλατεία Ελευθερίας. Πούντηνα; Όχι την πλατεία, αλλά την ελευθερία στις μέρες μας; Πόσο μοιάζει αυτή η Ελευθερία με ξεφτισμένη φιγούρα παιδιού σε αφίσα αεροδρομίου που αγνοείται τρία τουλάχιστον χρόνια. Όλοι εύχονται να βρεθεί αλλά κανείς δεν το πολύπιστεύει πια.

Η ελευθερία παλεύει για τη ζωή της μέσα στα χέρια των απαγωγέων της και η πλατεία Ελευθερία σφύζει από ζωή κάτω από τα πόδια των επισκεπτών της.Βρίσκομαι διπλοπαρακαρισμένος έξω από την Αστόρια και παρατηρώ. Τα λεωφορεία με προσπερνάνε άνετα και οι οδηγοί δε ζητάνε τα ρέστα. Δείγμα ότι μάλλον δεν εμποδίζω ιδιαίτερα.

Είμαι όμως παράνομος. Ναι, το παραδέχομαι. Φέρτε μου Ευαγγέλιο, Κοράνι, Τορά, Ταλμούδ, Ντάρμα Σάστρα να ορκιστώ. Μη μου φέρετε. Από τότε που πήγαν χαμένα οι όρκοι αιώνιας πίστης, τα παρακάλια και τα σταυροκοπήματά μου σε έναν αγώνα μπάσκετ της Εθνικής με τη Σερβία (χάσαμε στην παράταση), έχω να ορκιστώ. Μα κι Αυτός. Του είχα τάξει αιώνια υποταγή και την αρνήθηκε.

Στο θέμα μας. Είμαι παράνομος. Γράψε με, τιμώρησέ με, βάλε με φυλακή, μαστίγωσέ με. Μόνο μη μου κορνάρεις. Άσε με να ακούω τα λαμπάκια πώς φωσφορίζουν, Χριστούγεννα έχουμε. Κοίτα έξω. Οι γονείς με τα παιδιά τους περπατούν πιασμένοι χέρι χέρι. Τα χείλη των μεγάλων είναι ακόμα σφιγμένα γιατί τα πιτσιρίκια ζητούν δώρα ίσης αξία με πέρυσι. Δεν καταλαβαίνουν αυτά από δυσχερείς όρους δανεισμού. Ευτυχώς. Τα χείλη ακόμα σφιγμένα αλλά τα βλέφαρα επιτέλους ελαφριά, τα μάτια πιο καθαρά. Σαν να έχουν κλάψει καθαρτήριο κλάμα, και τώρα ξεπλυμένα από το κακό – αν και λίγο πρησμένα – βλέπουν καλύτερα την ελπίδα στο αύριο.

Στο θέμα μας. Κάνε μου ό,τι θες μόνο μη μου κορνάρεις. Έχουν περάσει πενήντα, εξήντα αυτοκίνητα μα ένας δεν άντεξε. Θα τον κατέβαλε το πνεύμα του… Αλήθεια, ποιος είναι ο εχθρός του Άγιου Βασίλη. Α, ναι, ο χρόνος. Τον κατέβαλε το πνεύμα του Χρόνου. Φέτος.

Κολλάει από πίσω μου, χτυπιέται, φωνάζει. Ακούνητος εγώ. Ξεκινά, έρχεται δίπλα μου, ανοίγει το δεξί παράθυρο, χτυπιέται, φωνάζει. Ακούνητος εγώ. Τύπος καλοβαλμένος, γύρω στα εξήντα, η μία άκρη από το μουστάκι του εδώ η άλλη απέναντι. Η πλατεία όλη στραμμένη πάνω μας. Τώρα έχει διπλοπαρκάρει αυτός, ακριβώς δίπλα μου, κλείνοντας τελείως την κυκλοφορία. Έχει δίκιο βλέπετε. Και όποιος έχει δίκιο δικαιούται να αδικεί προασπίζοντας το δίκιο του. Για να δικαιωθεί. «Δικαίως».Και να σου οι κόρνες από πίσω να με καρφώνουν, ο ήχος από τα βλέμματα να με ξεκουφαίνει.

Το βλέμμα του τόξο, οι κόρες του βέλη, αναψοκοκκινισμένος, χτυπιέται, φωνάζει, η γυναίκα του, του κρατά το χέρι. «Φύγε, Βασίλη, φύγε», τον προτρέπει και τρέμει μη πάθει τίποτα. Εγώ ακούνητος τον κοιτώ και φοβάμαι. Τους περαστικούς, εκείνον, τα φωτάκια της πλατείας, αριστερά μου, την πινακίδα νέον δεξιά μου. «Συγνώμη Βασίλη», θέλω να του ψελλίσω, μα και το συγνώμη με φοβίζει. Με προσπερνά. Συνεχίζει να χτυπιέται και να φωνάζει. Η ουρά από πίσω μας διαλύεται, οι κόρνες σιγούν, ο φόβος εξανεμίζεται και συνειδητοποιώ.

Δεν έφταιγε εκείνος που χτυπιόταν και φώναζε, αλλά εγώ που τον έκανα να χτυπιέται, να φωνάζει. Αρκούσε ένα «συγνώμη» από μένα και ένα «δεν πειράζει» από εκείνον.

Ήρθαν τα Χριστούγεννα, βγήκα να πάρω δώρα αξίας κάποιων ευρώ αλλά ένα τσάμπα συγνώμη σε έναν τύπο με φαρδύ μουστάκι που τον λέγανε Βασίλη δεν μπορούσα να το πω.

Ξέρω τι δώρο θέλω φέτος από τον Άγιο Βασίλη. Να με συγχωρήσει για τις φορές που δε ζήτησα συγνώμη. Μα να ζητώ τώρα, αυτό που δεν προσέφερα ως τώρα; Τι θράσος!

Σου ζητώ συγνώμη, φίλε μου, Άγιε μου, κύριε Βασίλη. Μόνο, σε παρακαλώ, μη μου κορνάρεις Χριστουγεννιάτικο.

tumblr_lyinyhyNRi1r1cwub

“Γιατί τους προστατεύετε ρε; Κι εσείς 700 ευρώ παίρνετε”

tumblr_lyinyhyNRi1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Ήθελα, λέει, μια φορά να γράψω για τα όμορφα, τα υπέροχα, τα καταπληκτικά. Βαρέθηκα, λέει, τα άσχημα, τα μαύρα, τα αποπνικτικά.

Υπάρχει κι άλλη Ελλάδα. Υπάρχει κι άλλο Ηράκλειο. Μια βόλτα πάνω στα τείχη της πόλης, αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι η πόλη έχει αξιοποιήσει κάτι από τον πλούτο της.

Στην παραλιακή, εκεί να δεις πλούτο. Απέναντι από το γνωστό πολυχώρο, πολυκατάστημα, πολυκινηματογράφο, υπάρχει υπαίθριο γυμναστήριο. Χώρος για παιδιά με παιχνίδια αληθινά και ελαστικό πάτωμα για να μη χτυπάνε.

Τα μέχρι πρότινος διάσπαρτα κομμάτια του παζλ που λέγεται παραλία Ηρακλείου, μέχρι το μουσείο Φυσικής Ιστορίας, αρχίζουν να συνδέονται, να παίρνουν μορφή, να βγάζουν νόημα. Και από εκεί, μέχρι το Παγκρήτιο στάδιο, εκατοντάδες μέτρα υπό κατασκευή, με προδιαγραφές για πράσινο, που αν φυτευτούν σωστά (με κάτι άλλο πέρα από Φοίνικες, please, βαρέθηκα, έπληξα, κουράστηκα) θα πονέσουν τα μάτια μας ομορφιά.

Και μετά βλέπεις δράση, κίνηση, κόσμο που ξέρει γιατί βγαίνει. Κάθε λίγο και λιγάκι θέατρα, εκθέσεις, συναυλίες. Άλλαξε γενιά το Ηράκλειο, ο κόσμος σηκώνεται από τις θέσεις του στα live και χορεύει, οι καλλιτέχνες από την Αθήνα ζητάνε να κατέβουν.

Η Μόνικα έλεγε με ενθουσιασμό ότι στο Ηράκλειο έκανε ένα από τα καλύτερά της live. Προχθές διάβασα στα χείλη του κοντραμπασίστα, την ώρα του ατέλειωτου χειροκροτήματος, να λέει στον Μαραβέγιας: «Εγώ μαλ… δε φεύγω απόψε από δω».

Ήθελα, λέει, μια φορά να γράψω για τα όμορφα, τα υπέροχα, τα καταπληκτικά. Βαρέθηκα, λέει, τα άσχημα, τα μαύρα, τα αποπνικτικά. Και τότε οι Αθηναίοι κατέβηκαν στους δρόμους, μαζεύτηκαν στη Βουλή, γιούχαραν τους πολιτικούς, τους κλέφτες, τους δοσίλογους. Φώναζαν στους αστυνομικούς: «Γιατί τους προστατεύετε ρε; Κι εσείς 700 ευρώ παίρνετε».

Και τότε, δεν ήθελα πια να γράφω για τα όμορφα, τα υπέροχα, τα καταπληκτικά.

Τη δεκαετία του ’90, έφηβοι κι αλλοπαρμένοι, διαβάζαμε στρατευμένη ποίηση, ακούγαμε επαναστατικά τραγούδια και γκρινιάζαμε: «Η εποχή μας δεν είναι ηρωική. Γι’ αυτό δεν γράφονται πλέον τέτοια τραγούδια, τέτοια ποιήματα».

Τέρμα οι δικαιολογίες. Η μεταπολίτευση ωχριά μπροστά στο σήμερα. Το σήμερα ζητά νέους ήρωες, για μια επανάσταση ενάντια στη χειρότερη μορφή δημοκρατίας από την αρχαία Ελλάδα. Δικτατορική υποταγή κι εκμετάλλευση, με την κατάλληλη δημοκρατική πρόφαση. Αυτό ζούμε σήμερα κι αναζητούμε σύγχρονους ήρωες να βγουν μπροστά, σημαιοκράτορες. Όσο μένουν εκείνοι όρθιοι, μένει όρθια και η ιδέα της αλλαγής.

Για να μείνουν όρθιοι, πρέπει πρώτα να φανερωθούν. Για ένα πράγμα μόνο τους παρακαλώ. Όταν σε 10, σε 20, 30 χρόνια, γιάνουν οι πληγές τους, όταν φύγει το βράχνιασμα από τις φωνές τους, μη μοιάσουν στους ήρωες της χούντας, κάποιους από τους οποίους ακόμα προσπαθούμε να ξεκολλήσουμε από τις υπουργικές τους θέσεις.

Δεν θα τους το συγχωρήσουν τα παιδιά μας, όπως εμείς σήμερα, δεν συγχωρούμε τους βολεμένους «ήρωες» του χθες. Εμείς, εμείς, εμείς. Τα δικά τους παιδιά.

tumblr_lyimxgAqhy1r1cwub

Νικόλας Σμυρνάκης | Είμαστε όλοι καρνάβαλοι

tumblr_lyimxgAqhy1r1cwub

– διήγημα δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Κρίση δεν υπάρχει, οι άνθρωποι ευημερούν κι η δημοκρατία θριαμβεύει. Παράλληλη πραγματικότητα περιγράφω, ό,τι θέλω λέω.

Η μόδα του Ηρακλείου ταξιδεύει γρήγορα. Η Αθήνα είναι ήδη πνιγμένη στα κομφετί και μόλις χθες αποφασίστηκε να κλείσει η Πατησίων και να χρησιμοποιείται, 355 μέρες το χρόνο, αποκλειστικά από καρναβαλικές ομάδες. Η Νέα Υόρκη ακολουθεί κατά πόδας την ελληνική μόδα, κλείνει το Χρηματιστήριο Αξιών το οποίο πια φιλοξενεί, μόνο εκθέσεις τέχνης με θέμα τις απόκριες.

Το σύμπαν αποκλίνει από την πορεία του και η παράλληλη πραγματικότητα γίνεται καθολικό παγκόσμιο φαινόμενο. Οι απόκριες δεν είναι πια γιορτή, αλλά καθημερινότητα και οι άνθρωποι βγάζουν τις μάσκες, μόνο δέκα μέρες το χρόνο. Τότε γυρίζουν στις δουλειές τους, κατσουφιάζουν, πεινάνε, θυμώνουν, ψηφίζουν, πληρώνουν, χαλιούνται με λίγα λόγια, για να έχουν λόγο να επιστρέψουν στην ατέλειωτη όσο και παράλληλη, πραγματικότητα του γέλιου και της χαράς.

Επιστρέφουν και αρχίζουν τις προετοιμασίες. Ράβουν στολές, φτιάχνουν μάσκες και ξεχύνονται και πάλι στους δρόμους. Ντύνονται φτωχοί και κάνουν ότι πεινάνε, πολιτικοί και κάνουν ότι κλέβουν, επιχειρηματίες και κάνουν ότι ξεπλένουν χρήματα, βάζοντάς τα κάτω από τη βρύση. Και να σου τα γέλια. Και να σου οι αγκαλιές και τα φιλιά. Μη ξεχνάμε ότι τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια. Έτσι το κάνουν.

Ντύνονται διαδηλωτές και κάνουν ότι διεκδικούν, καναπεδάκηδες και κάνουν ότι βλέπουν τηλεόραση, εγκληματίες και κάνουν ότι σκοτώνουν, αστυνομικοί και κάνουν ότι συλλαμβάνουν, κληρικοί και κάνουν ότι πιστεύουν, δικαστές και προσποιούνται τους δίκαιους, υπάλληλοι και κάνουν ότι δουλεύουν, πολιτικοί και κάνουν ό,τι θέλουν. Και να σου τα γέλια. Και να σου οι αγκαλιές και τα φιλιά. Μη ξεχνάμε ότι τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια. Έτσι το κάνουν.

Στην 355η μέρα, οι άνθρωποι βγάζουν τις μάσκες και γίνονται και πάλι ο εαυτός τους. Οι περισσότεροι έχουν ξεχάσει ποιοι ήταν ακριβώς και συνεχίζουν να κάνουν ό,τι και πριν, αυτή τη φορά δίχως μάσκες. Μόνο που δε γελάνε πια, δεν αγκαλιάζονται και δε φιλιούνται. Γιατί αυτή φορά, ό,τι κάνουν, το παίρνουν στα σοβαρά.

Ευτυχώς οι δέκα μέρες περνάνε γρήγορα, οι μάσκες μπαίνουν και πάλι, τα γέλια επιστρέφουν, τα φιλιά δίνουν και παίρνουν, η χαρά τελειωμό δεν έχει.

Το Ηράκλειο ανακηρύσσεται και επίσημα πολιτιστική πρωτεύουσα του σύμπαντος. Αιτήσεις αδελφοποίησης φτάνουν από κάθε γωνιά της Γης. Βρέθηκε επιτέλους ζωή στον Άρη. Η αίτηση των Αρειανών καθυστερεί γιατί βρίσκονται ακόμα σε μικροβιακή μορφή.

Οι δρόμοι όλης της Γης έχουν γεμίσει κόσμο, όλοι παίζουν και γελάνε, κανείς δεν προβληματίζεται, δεν ανησυχεί, ένα μεγάλο παιχνίδι έχει γίνει η ζωή, κανείς δε φοβάται, δε χτυπά, δε πληγώνεται στ’ αλήθεια. Αφού όλα τα κάνουν στα ψέματα.

Ένα αγόρι στα δεκατρία με σκισμένα τζιν και όρθια μαλλιά, βρίσκεται στην πλατεία Ελευθερίας. Παίζει, χοροπηδά και πασίχαρης φωνάζει «Τι ωραία! Είμαστε όλοι Καρνάβαλοι!».

Ξαφνικά, οι φωνές σιγούν, τα παιχνίδια τελειώνουν. Όλοι συνειδητοποιούν ότι ζουν ένα ψέμα, η παράλληλη πραγματικότητα αποκλίνει και πάλι της πορείας της, γίνεται τέμνουσα, μέχρι που γκρεμίζεται σε μια τρύπα του σύμπαντος. Οι άνθρωποι βγάζουν τις μάσκες και τις πετάνε στα σκουπίδια, γκρεμίζουν τα ροπαλόφωτα, βάφουν τους τοίχους με πλαστικό χρώμα, τα κομφετί απαγορεύονται, οι στολές καίγονται, τα χρηματιστήρια ανοίγουν, οι καρναβαλικές ομάδες διαλύονται.

Το καρναβάλι που λέγεται ζωή, έχει μόλις ξεκινήσει.

tumblr_lyimk5fPI81r1cwub

“Μια λακκούβα δρόμος”

tumblr_lyimk5fPI81r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Γεια σου Ηράκλειε. Ήθελα να σου πω ότι είσαι όμορφος. Κι ας είσαι πόλη. Εγώ αρσενικό σε βλέπω. Με αυτόν τον χειμωνιάτικο ήλιο πάνω απ’ το κεφάλι σου, ίδιος φωτεινός κούρος.

Δεν είσαι μόνο όμορφος αλλά και πνευματώδης. Με τα καινούρια σου μουσεία, τα (meant to be) πολιτιστικά κέντρα, τις κινήσεις πολιτών, τις εκθέσεις, τις παραστάσεις, τα free press σου, βάζεις κάτω Παρίσια και Λονδίνα. Ξέρεις τι πιστεύω; Ότι όσοι σε κατηγορούν σε ζηλεύουν. Αν υπήρχε δικαιοσύνη θα σε είχαν ανακηρύξει μόνιμη πολιτιστική πρωτεύουσα της Ελλάδας.

Τόσο καιρό με γυρισμένη την πλάτη σου στη θάλασσα, σε εμπαίζανε γιατί σε φθονούσαν. Είχανε ξαναδεί όλοι αυτοί οι έξυπνοι, παραλία με τσιμεντένια πλάτη; Πού να καταλάβουν από alternative urban style και σουρεάλ ρυμοτομία οι άτεχνοι.

Και τώρα; Τώρα που αξιοποιείς την παραλιακή σου, που γυρνάς τη γυρισμένη πλάτη σου, έτοιμος να μας κοιτάξεις κατάματα, τι έχουν να πουν όλοι αυτοί οι κριτικοί των πόλεων. Αλλά από κριτικούς χωρίς κρίση (θα τους έχει χτυπήσει κι αυτούς η κρίση), τι να περιμένεις; Τελικά, ξέρεις τι νομίζω; Ότι οι μόνο κριτικοί με κρίση (κι ας τους έχει χτυπήσει κι αυτούς η κρίση) είναι οι Κριτικοί με ήτα.

Μόνο αυτοί μπορούν να καταλάβουν την αξία σου. Όλοι οι άλλοι είναι τυφλοί, γιατί είναι άδικοι. Ακόμα κι η δικαιοσύνη άδικη είναι. Αφού είναι τυφλή. Κοκκινίζω τώρα που το σκέφτομαι, αλλά νομίζω ότι σχεδόν με διεγείρεις. Να, όταν παίρνω το αυτοκίνητο να επισκεπτώ το κέντρο σου, την καινούρια ατέλειωτη (βλέπε:μεγάλη, ξανα-βλέπε:ανολοκλήρωτη) παραλιακή σου, νιώθω τέτοια αδημονία που…. Αλλά ποτέ δεν καταφέρνω να φτάσω. Ούτε στην παραλιακή, ούτε στο κέντρο.

Ξέρεις γιατί δεν τα καταφέρνω; Όχι, όχι επειδή ντρέπομαι να σε συναντήσω όπως ο ερωτευμένος τον ερωτευμένο του, αλλά γιατί στη μέση της διαδρομής πάντα γυρνάω πίσω. Μη χαμογελάς, άπιστε εκνευριστικέ τύπε της πεντάρας και μην το παίζεις εμένα αγνός και ενάρετος. Τα ξέρω όλα. Και πρώτα απ’ όλα ότι είσαι περπατημένος. Οι δρόμοι σου τα μαρτυρούν όλα. Τι νομίζεις, δε βλέπω τα σημάδια στο σώμα σου, τις λακκούβες στους δρόμους σου; Τι είμαι, τυφλός; Δεν τις βλέπω απλά, πέφτω ολόκληρος μέσα τους.

Τι σου κάνουν αυτά τα αυτοκίνητα και σε κάθε πέρασμά τους, τους χαρίζεις κομμάτια από το σώμα σου, τσιμέντο από τους δρόμους σου; Είναι καλύτεροι αυτοί από μένα. Πέρυσι δε σου χάρισα τα σχεδόν καινούρια αμορτισέρ μου; Παράτα με, τι να τα κάνω τα πολιτιστικά σου και τις παραλιακές σου, όταν δεν μπορώ να φτάσω σε αυτά; Είσαι γεμάτος τρύπες, πέφτω πάνω στις ατασθαλίες σου, τις οποίες όχι μόνο κάνεις χωρίς τύψεις, αλλά δεν έχεις τη διακριτικότητα ούτε να τις μπαλώσεις.

Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Τσίπα δεν έχεις πάνω σου; Δεν είναι οι δρόμοι σου γεμάτοι κακοτεχνίες, αλλά οι κακοτεχνίες σου γεμάτοι δρόμους. Μη με πατρονάρεις εμένα. Ξέρεις τι εννοώ κακοτεχνίες…, αμαρτωλέ.

Μάθε πρώτα να καλύπτεις τις ατιμίες σου και μετά να με καλείς να επισκεπτώ τα αξιοθέατά σου, σάτυρε. Κάθε φορά που βγαίνω από το σπίτι και πέφτω πάνω ή μέσα, σε άλλη μία από τις λακκουβο-πομπές σου, με πληγώνεις. Δεν το καταλαβαίνεις, άπιστε;

Άπιστε, σάτυρε, αχρείε…, όμορφε. Ναι, είσαι όμορφος. Κι ας μου φέρεσαι άσχημα, ας σου μιλάω σκληρά, πάλι όμορφο σε θεωρώ. Κάνε με να ξανανιώσω ασφαλής. Δείξε μου ότι ενδιαφέρεσαι για μένα, έστω και τώρα κι εγώ είμαι διατεθειμένος να τα ξεχάσω όλα. Να σε συγχωρέσω.

Σ’ αγαπάω ρε ηλίθιε. Δεν το καταλαβαίνεις;

tumblr_lyime7SfME1r1cwub

“Ρακοσυλ-λέξεις”

tumblr_lyime7SfME1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Δε θέλω να έχω ιδιότητα βρε παιδάκι μου. Τι δηλαδή, όσο μεγαλύτερο ειδικό βάρος η ιδιότητά σου, τόσο πιο βαρυσήμαντος ο λόγος σου; Έπαψε το μέγεθος να μετρά και το γυρίσαμε στο βάρος;

Να πιστέψω δηλαδή ότι εμείς έχουμε περισσότερη ανάγκη να ακουστούμε από τον χωρίς κοινωνικά επιβαλλόμενη ιδιότητα ρακοσυλλέκτη στον παλιό Πόρο, στο παγκάκι πίσω από τον Άι Γιώργη;

Θα μου πεις, δεν κάναμε και καμιά επανάσταση εμείς για να ακουστούμε. Μπα. Στα άρθρα, στα facebook-ικά σχόλια και στις ενδοοικογενειακές αναλύσεις έχουμε μείνει ακόμα.

Εκείνος ο ρακοσυλλέκτης στον παλιό Πόρο, όμως, στο παγκάκι πίσω από τον Άι Γιώργη, ούτε οικογένεια για σοβαρές αναλύσεις, ούτε facebook για έξυπνα σχόλια, ούτε Monitor για λογοπαιγνιακά άρθρα.

Έτυχε, λοιπόν, να περνώ παραμονή Πρωτοχρονιάς από τα λημέρια του. Σημασία δεν του έδωσα καμιά. Τι σημασία να του δώσω αφού δεν έχει ιδιότητα κοινωνικά αποδεκτή, προσφορά αξιόλογη από την ηθική τάξη που επιβάλλει τους κανόνες και βαφτίζει καλό το καλό και κακό το κακό.

Σημασία δεν του ‘δωσα καμιά. Θα πρέπει όμως, αυτή η «παρένθεση» της ευνομούμενης ηθικής τάξης, να εγγράφηκε με κάποιο τρόπο στο υποσυνείδητό μου -αυτόν τον μυστικιστή αρχειοθέτη του κόσμου της νόησης – και χωρίς να το περιμένω αναδύθηκε στον αφρό του συνειδητού όταν τίποτα δεν έπρεπε να με προβληματίζει. Πριν κάτι μέρες, λίγο πριν το ρολόι χτυπήσει δώδεκα και όλοι, με ένα ποτήρι Moet στο χέρι – η ειρωνεία του παράδοξου –  αρχίσουν να εύχονται: «Ευτυχισμένο το 2012, γιατί το ’11 το χάσαμε», «Happy new NEXT year» και άλλα τέτοια πνευματώδη.

Εκείνος ο ρακένδυτος τύπος, μίλησε μέσα στο κεφάλι μου (για την ακρίβεια στα μέσα αυτιά) με φωνή βραχνή και διάθεση περιπαιχτική. Να τι είπε:

«Φίλε μου, μη λυπάσαι για μένα. Εγώ έχω καλύψει τις ανάγκες μου όλες γιατί οι ανάγκες μου είναι λίγες. Ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς, μια κουβέρτα και ένα παγκάκι είναι ό,τι χρειάζομαι. Όλη τη μέρα περιπλανιέμαι, ταξιδεύω όταν βαριέμαι ή όταν κάνει πολύ κρύο, δεν πληρώνω καμιά διεφθαρμένη κοινωνία, δε μολύνω το φυσικό μου περιβάλλον – μάλιστα βοηθώ και στη διαδικασία ανακύκλωσης – δε κοιτώ να ανέλθω στην κοινωνική πυραμίδα, να αποκτήσω ιδιότητα για να έχω λόγο, καρέκλα και εξουσία.

Με τα μόνα στοιχειά που έχω να παλέψω είναι αυτά της φύσης. Δεν είμαι λιγότερο έξυπνος από εσένα, για να ζει κανείς σαν την αφεντιά μου πρέπει να είναι τουλάχιστον φιλοσοφημένος. Εσύ πάλι δουλεύεις, δουλεύεις, δουλεύεις για να καταναλώνεις ό,τι παράγουν αυτοί που σε βάλαν να δουλεύεις για λογαριασμό τους. Να ξέρεις ότι ο τόνος της πολλής δουλειάς, της δουλειάς που δεν έχεις επιλέξει, πάντα στο τέλος τα βάζει με το άλφα και τα φτιάχνει με το γιώτα της. Η Δουλειά, της δουλείας, τη δουλεία, ω δουλειά. Να πως κλίνεται το ουσιαστικό δουλειά.

Δεν τον θέλω τον οίκτο σου γιατί δεν έχω τι να τον κάνω. Στον επιστέφω γιατί τον έχεις πιο πολύ ανάγκη. Σου εύχομαι τη νέα χρονιά, που για μένα είναι το 2011 γιατί κρίση δε μ’ έπιασε ούτε θα με πιάσει ποτέ – βλέπεις δεν τα πάω καλά με την πολυτέλεια για να φοβάμαι μήπως μου τη στερήσει κανείς – να μη ξεχάσεις να ζήσεις. Να βρεις μια δική σου κουβέρτα, ένα σάντουιτς, ένα παγκάκι, τα δικά σου πολύτιμα αγαθά και να τα αποκτήσεις. Καλή χρονιά φίλε μου και μη ξεχνάς ότι δεν είμαι παρένθεση, είμαι ουσιαστικό, δηλαδή άνθρωπος, ουσιαστικός σαν άνθρωπος, απαραίτητος σαν παρένθεση».

Έχουν περάσει καμιά δεκαπενταριά μέρες από την Πρωτοχρονιά, ο ρακοσυλλέκτης του Παλιού Πόρου δε μιλά πια, αλλά εγώ ακόμα τον ακούω μέσα στο κεφάλι μου.

Βλέπετε, οι ιδέες κάνουν θόρυβο όταν σμιλεύονται από την αρχή.

tumblr_lyipy9ruX81r1cwub

“Και τότε, θα σου κοπεί το γέλιο άρχοντα”

tumblr_lyipy9ruX81r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Ο άνθρωπος στο ΝηΣί σκέφτεται:

Όταν το “εμείς” τείνει προς το συλλογικό κακό, τότε ίσως πρέπει να επιστρέψουμε πίσω στο “εγώ”. Αυτή τη φορά, όχι για να το χαϊδέψουμε κι άλλο, μα για να το επαναπροσδιορίσουμε.  

– – – – – – – – – – – – – – 

Οι Γερμανοί ξανάρχονται. Όχι, δεν εισέβαλλαν οι Ευρωπαίοι «φίλοι» μας, τουλάχιστον όχι στρατιωτικά, έλα όμως που το κατοχικό σύνδρομο «Δεν ξοδεύω γιατί φοβάμαι μήπως δε θα έχω αύριο» που εκείνοι μας επέβαλλαν πριν 60 χρόνια επανήλθε.

Ένα άλλο, σύνδρομο κι αυτό, δημιουργήθηκε. Τα ιφσελοράν και τα λουιβιτόν δεν είναι πια μαγκιά. Πολύς κόσμος που κάποτε δεν τολμούσε να περάσει από τη Δαιδάλου αν δεν κόστιζε δύο χιλιάρικα από πάνω μέχρι κάτω, τώρα αρκείται με ζάρα και μπέρσκα.

Είναι σχεδόν ντροπή να κυκλοφορείς με ό,τι κάποτε ήταν ντροπή να μην έχεις κατορθώσει να αποκτήσεις.

Είναι τώρα κάποιοι άλλοι συμπολίτες μας, που πριν την κρίση, δεν ψήνονταν να δουλέψουν. Είχαν βολευτεί με ένα σπίτι, ένα πιάτο φαΐ, ένα χαρτζιλίκι από μαμά, μπαμπά, γιαγιά, ένα ενοίκιο, μια κληρονομιά, ένα χρυσωρυχείο, μια πετρελαιοπηγή, μια ευρωμηχανή… Δεν ήθελαν να δουλέψουν αλλά ούτε και να το πολυλένε ήθελαν, μια και ο άνεργος θεωρείται τεμπέλης σε καιρούς ευημερίας.

Η κρίση βόλεψε αρκετούς από αυτούς, καθώς τώρα είναι δικαιολογημένα άνεργοι και καθόλου δεν ντρέπονται γι’ αυτό (σε περιόδους κρίσης ο άνεργος θεωρείται θύμα). Μπορούν κάλλιστα να κρυφτούν ανάμεσα στους πραγματικούς ανέργους, αυτούς που ψάχνουν να βρουν δουλειά και δε βρίσκουν.

Και από τους ανέργους, στους εργαζομένους. Δεν είναι λίγοι οι εργαζόμενοι που ντρέπονται – κακώς κατά τη γνώμη μου – που έχουν δουλειά. Νιώθουν ενοχικά απέναντι στους συμπολίτες τους που είναι άνεργοι. Είναι τώρα μια άλλη κατηγορία εργαζομένων, που ενώ θα έπρεπε να ντρέπονται που εργάζονται, δε φαίνεται να τους καίγεται καρφάκι. Οι πολιτικοί, ποιοι άλλοι, υπάλληλοι του λαού θεωρητικά, οι οποίοι είναι οι μόνοι εργαζόμενοι χωρίς – πρακτικά – συγκεκριμένο αντικείμενο.

Δεν ντρέπονται καθόλου κι αυτό φαίνεται από τόσα πολλά που για να καταγραφούν χρειάζονται δυο τρία Monitor. Ας μείνουμε λοιπόν σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στην πόλη μας και επιβεβαιώνει ότι δεν ντρέπονται καθόλου, αντίθετα ότι γελάνε εις βάρος μας, όχι μόνο πίσω από την πλάτη μας όπως νομίζαμε ως τώρα, αλλά κοιτάζοντάς μας καταπρόσωπο.

Πριν ένα μήνα και κάτι, ο άρχων της αντιπολίτευσης μίστερ Σάμαρας επισκέφτηκε την πόλη μας. Πέρασε από τους Αγανακτισμένους στην πλατεία Ελευθερίας (ευτυχώς ήταν νωρίς και δεν είχε μαζευτεί κόσμος) και έπειτα κατευθύνθηκε προς τα Λιοντάρια. Στη διαδρομή κάποιος περαστικός του φώναξε: «Φέρτε πίσω τα λεφτά ρε», εκείνος χαμογέλασε, ειρωνικά ή καταδεχτικά δεν ξέρω, αν και ο αυτόπτης επιμένει πως το χαμόγελο ήταν ειρωνικό. Κάποιος τότε από την συνοδεία του έσπευσε να απαντήσει εκ μέρους του: «Λεφτά υπάρχουν».

Στον ειρωνικότατο αυτόν τύπο έχω να αφιερώσω το παρακάτω: «Μια μέρα θα πέσεις Άρχοντα πάνω στα ερείπια που δημιούργησες, κι ούτε αυτά δεν θα’ ναι πια δικά σου. Πρόλαβες πριν πέσεις κι υπόγραψες, να πουληθούν σε άλλον. Δεν σκέφτηκες να κρατήσεις, ούτε μια πέτρα καρποστάλ.

Και τότε, θα σου κοπεί το γέλιο άρχοντα».

tumblr_lyioezkfLV1r1cwub

“Μετά το χιόνι βγαίνει πάντα ο ήλιος”

tumblr_lyioezkfLV1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2011

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου

Τα χαμόγελα επέστρεψαν για μια μέρα. Όχι, δεν βγήκαμε από το ΔΝΤ, απλά χιόνισε. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, γιατί στην πόλη του Ηρακλείου έκανε ότι χιόνισε. Και που έκανε, αρκετό ήταν.

Όσοι έρχονταν από τα νότια προάστια (εδώ ο βοράς είναι γεμάτος θάλασσα) κουβαλούσαν το παγωμένο λευκό στο παρμπρίζ τους. Και χαμογελούσαν. Στα άτυχα αυτοκίνητα, απεύθυναν ένα πολλά υποσχόμενο μειδίαμα. Σαν να τους έλεγαν: «Κάντε μια βόλτα παραπάνω. Εκεί θα βρείτε κι εσείς χιόνι. Έχει για όλους». Όλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους, σαν να ήταν μακρινοί γνωστοί, που κάτι θυμίζει ο ένας στον άλλον, αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν τι είναι αυτό.

Σε κάποιος σημείο της διαδρομής μου, έγινε το ακόλουθο: Στο αντίθετο ρεύμα κινούνταν δύο οχήματα. Ο πίσω δεν πτοήθηκε από τις νιφάδες που κάθε λίγο εναλλάσσονταν με καταιγιστικές σταγόνες και θέλησε να κάνει προσπέραση. Δεν βρήκε πολύ χώρο και ανάγκασε τον προπορευόμενο να κόψει ταχύτητα για να μην πέσει πάνω μου. Σταματήσαμε και οι τρεις. Πήγαμε να ανοίξαμε τα παράθυρα έτοιμοι να φρεσκάρουμε τα γαλλικά μας. Μπέρδεμα που θα γινόταν! Το δίκιο, βλέπετε, είναι η πιο σχετική έννοια στον κόσμο. Λέξη δεν είπαμε, αφού τα παράθυρα παρέμειναν κλειστά. Το κρύο ήταν αφόρητο.

Ήμασταν κατά κάποιο τρόπο συνάδελφοι. Είχαμε κι οι τρεις χιόνι στα παμπρίζ μας. Ήταν τόσο αστείο! Με τα παράθυρα ερμητικά κλειστά, μόνοι μας θα μιλούσαμε; Χαμογελάσαμε, η ένταση ξεθύμανε, το χιόνι λειτούργησε κατασταλτικά, ο προπορευόμενος ζήτησε με νοήματα συγνώμη, χαιρετηθήκαμε και κινήσαμε στο λευκό τοπίο.

Λίγο πιο πέρα συνάντησα ένα αγοράκι. Κρατούσε μια μεγάλη χιονόμπαλα στα χέρια του. Αν δεν φοβόμουν μήπως με κατηγορήσουν για διαφθορέα των νέων, θα του πρότεινα να μπει στο αυτοκίνητο. Μα δεν το είχε ανάγκη. Είπαμε, εκείνο κρατούσε μια μεγάλη χιονόμπαλα στα χέρια. Γάντια δε φορούσε κι ας καιγόταν. Ίσως εκείνη τη μέρα να έμαθε ότι το πολύ κρύο και η πολλή ζέστη, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Σε καίνε.

Όλοι μας είχαμε ανάγκη κάτι λευκό, που να συμβολίζει αρετή, κάτι παγωμένο, να μας ναρκώσει προσωρινά από τις τόσες σκοτούρες, σαν κομπρέσα που καταπραΰνει τις πληγές, κάτι προσιτό σε όλους, να μας κάνει να ξεχάσουμε την ανισότητα που επικρατεί, ή αλλιώς τη βάση πάνω στην οποία έχουν στηριχτεί όλες οι ανεπτυγμένες κοινωνίες, κάτι σπάνιο που να μην το χαίρονται μόνο οι λίγοι και προπαντός, κάτι όμορφο να γλυκάνει τα μάτια μας.

Οι δρόμοι άσπρισαν, έστω και προσωρινά, οι άνθρωποι χαμογέλασαν έστω και για λίγο. Δεν ήταν χιόνι αυτό, ήταν εξαγνισμός.

Ένα φυσιολογικό τελείωμα σε αυτό το κείμενο θα ήταν το εξής: «Το χιόνι έλιωσε, τα χαμόγελα έσβησαν, όλοι έγιναν και πάλι ο εαυτός τους». Μα έλα που, ώρα τώρα, έχει κολλήσει στο κεφάλι που η παρακάτω φράση. Ελπίζω τη μέρα που θα εκδοθεί αυτό το κείμενο, ο καιρός να την επιβεβαιώσει:

«Μετά το χιόνι βγαίνει πάντα ο ήλιος».

tumblr_ltmhk950Y01r4hp3vo1_r1_500

Σκυφτοί άνθρωποι μιας νέας εποχής ή πίθηκοι του μέλλοντος;

tumblr_ltmhk950Y01r4hp3vo1_r1_500

δημοσιευμένο στην εφημερίδαΠΑΤΡΙΣ, 2010

Σε μια τάξη του Δημοτικού, δε θυμάμαι ποια, μας έμαθαν για την κατάταξη των ειδών του πλανήτη, την ιεραρχία τους. Όλα ξεκίνησαν από έναν μονοκύτταρο οργανισμό, κάποια στιγμή εμφανίστηκαν τα πρώτα ψάρια, τα αμφίβια όντα, πολύ αργότερα ο πίθηκος και κάποια στιγμή ο άνθρωπος. Στο σχήμα αυτό του βιβλίου της φυσικής δεν μας εξήγησαν δύο πράγματα. Τι υπήρχε πριν το μονοκύτταρο οργανισμό – γιατί κι αυτόν κάτι τον δημιούργησε – αλλά και τι μετά τον άνθρωπο, πώς συνεχίστηκε δηλαδή η ιεραρχία των ειδών μετά την εμφάνιση του ανθρώπου ως τις μέρες μας. Κι αφού στοιχεία για το πριν δεν έχω – κι ας σπάω το κεφάλι μου να τα φανταστώ μήπως τα δημιουργήσω – θα μιλήσω για το μετά. Όχι τον μετάνθρωπο, το ον που διαδέχτηκε τον άνθρωπο στην Πυραμίδα της Φύσης, τέτοιο δεν υπάρχει ακόμα, αλλά τους ανθρώπους μετά τον άνθρωπο. Εκείνο το δίποδο πλασματάκι που κατάφερε να κρατά το σκήπτρο της Γης τα τελευταία κάτι χιλιάδες χρόνια.
Από τη φύση μου δεν τρέφω ιδιαίτερο σεβασμό στη φύση μου. Και πώς να τρέφω ευγενή συναισθήματα για μια φύση τόσο ατελή – ναι ξέρω η ατελής μας φύση είναι δείγμα της τελειότητάς μας – όταν μετά από εξελικτική πορεία τόσων χιλιάδων ετών ακόμα τα ίδια ένστικτα μας καθοδηγούν. Εκφράζονται βέβαια λίγο πιο εκλεπτυσμένα στις μέρες μας: δημόσιο συμφέρον, πατρίδα, πίστη, προστασία από την τρομοκρατία, άμυνα…, αλλά στα ίδια εγκλήματα μας οδηγούν: βασανισμούς, φόνους, καταστρατήγηση της ελευθερίας, κλεψιά, ασυδοσία… (τρεις τελείες δε φτάνουν γι’ αυτή τη λίστα αλλά μια εφημερίδα γεμάτη εκατομμύρια κόκκινες τελείες δεν θα ήταν για κανέναν ελκυστική).
Σαν να μην άλλαξε τίποτα από την εμφάνιση του είδους. Μαχόμενοι ενάντια στα ζώα που απειλούσαν τη ζωή μας ξεκινήσαμε, μαχόμενοι σαν ζώα συνεχίζουμε παίρνοντας πια, ναι είμαστε σε θέση να το κάνουμε κι αυτό, όλα τα κακόμοιρα τα υπόλοιπα ζώα στο λαιμό μας που πληρώνουν φαίνεται ακόμα το ότι κάποτε τόλμησαν να μας συμπεριλάβουν στη δίαιτά τους.
Δε θα είχα, λοιπόν, κανέναν απολύτως ενδοιασμό να συντρίψω την ανωτερότητά μας ανακηρύσσοντας ένα κοτσύφι, μια μανώλια, ή μια γαρίδα ως όντα ανώτερα από εμάς. Άλλωστε είναι πολύ αντιπαθές ένα είδος που αυτοανακηρύσσεται «το ανώτερο όλων». Η λογική όμως δεν μου επιτρέπει να διαφωνήσω γιατί η ανωτερότητα στη φύση προσδιορίζεται από τη δύναμη, την κατοχή και τη χρήση της, και τη δυνατότητα ενός είδους να κυριαρχεί, να διαιωνίζεται και να εξουσιάζει όλα τα άλλα.
Είμαστε λοιπόν πρωταγωνιστές, οφείλουμε να το παραδεχτούμε. Από σκυφτοί πίθηκοι ξεκινήσαμε και φτάσαμε να χρησιμοποιούμε σκεπτόμενους υπολογιστές που «βελτιώνουν» την ποιότητα ζωής μας και μας εξοικονομούν χρόνο. Γι’ αυτό διαθέτουμε όλο και περισσότερο χρόνο μπροστά τους. Για να βρούμε τρόπο να τον εξοικονομήσουμε.
Κάποιοι ιντερνετάδες που κοιτούν μπροστά από την εποχή τους – όπως κάθε ιντερνετάς που σέβεται τον εαυτό και την εποχή του – σκέφτηκαν ότι σκυφτοί ξεκινήσαμε, ως πίθηκοι πάντα, και σκυφτοί καταλήξαμε, μπροστά στον υπολογιστή αυτή τη φορά, ως… Αλήθεια ως τι; Σκυφτοί άνθρωποι μιας νέας εποχής ή πίθηκοι του μέλλοντος (homo internetalis); Πάντως είναι ειρωνικό ότι αυτήν την ειρωνεία (κάθε ειρωνεία είναι ειρωνική) για τον άνθρωπο, τη στάση του σώματός του μπροστά στις οθόνες και τη συσχέτισή της με την καταγωγή του, την σκέφτηκαν σκυφτοί άνθρωποι των οθονών. Ίσως αυτοί να είναι πιο κοντά στην πραγματική φύση του ανθρώπου από εκείνους που αποποιούνται τον προορισμό τους ξεχνώντας πως δεν είναι η απουσία τριχών που προσδιορίζει τη φύση του ανθρώπου αλλά ο Ανθρώπινος χαρακτήρας τον πράξεών του. Άλλοι πάλι προτιμούν να την αποποιούνται ολότελα και να επιμένουν ότι ο άνθρωπος προήλθε από δυο άτριχα πλάσματα με ανθρώπινη μορφή που έπλητταν απεριόριστα μέσα σε έναν μεγάλο κήπο.., αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Οι άνθρωποι μετά τον άνθρωπο. Τελικά υπάρχει είδος ανώτερο από μας; Φυσικά υπάρχει και θα το αποκαλύψω αμέσως. Λέγεται homo proedrevis politikandis manageris polythesitis και σκοπός του είναι ένας. Να κερδίσει τη μάχη ανάδειξης του πιο ισχυρού, επικρατώντας όλων. Το νέο είδος μετά τον άνθρωπο δεν είναι παρά οι ίδιοι οι άνθρωποι που κατάφεραν να εξελιχτούν τόσο ώστε να συνεχίζουν να αφανίζουν ο ένας τον άλλον στην προσπάθειά τους, τι άλλο, να εξελιχτούν. Κι ενώ άλλα ζώα έβγαλαν φτερά για να επιβιώσουν, ο σκεπτόμενος άνθρωπος το μόνο που κατάφερε είναι να συνεχίσει να μένει σε μια σπηλιά. Η σπηλιά πλέον φτιάχνεται από μπετό, έχει επίπεδη οροφή, καλωδιακή, πλυντήριο, υπολογιστή κι αντί για τοιχογραφίες ζώων αντίγραφα από πίνακες του Νταλί (ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης επιλέχτηκε λόγο των σουρεαλιστικών του τάσεων).
Για τι προσπαθεί λοιπόν ο σημερινός άνθρωπος; Προσπαθεί να κατακτήσει τη ξανθιά, να αγοράσει την πεντακοσάρα Mercedes, ένα οχτάμετρο σκάφος και μια μεζονέτα στη Φιλοθέη. Όλα αυτά είναι πάρα πολύ ωραία και καθόλου δεν τα δαιμονοποιώ. Το θέμα είναι ότι είναι διατεθειμένος να τα αποκτήσει καταδικάζοντας όλους όσοι βρίσκονται στο δρόμο του.
Όσο για τις εξαιρέσεις στον κανόνα, αυτοί που προσπαθούν να πλουτίσουν χωρίς αιματοχυσίες, άραγε γιατί το κάνουν; Ίσως γιατί κάποιος τους έπεισε ότι αυτά είναι η ουσία της ζωής γι’ αυτό και θα πρέπει να δουλεύουν νυχθημερόν για να τα αποκτήσουν. Δουλειά, δουλειά, δουλειά όλο και περισσότερη δουλειά. Επαρκής λόγος για να μην σκέφτεσαι και να είσαι δούλος.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι Έλληνες που ήξεραν να σκέφτονται δεν δούλευαν αλλά είχαν δούλους. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο παγκόσμιος πολιτισμός μας (η οικονομική κρίση δεν είναι παρά μια από τις εκφάνσεις του) πάει από το κακό στο χειρότερο γιατί όλοι δουλεύουν για τους «λίγους» έχοντας ελάχιστο χρόνο για τον εαυτό τους, την τέχνη, τη φύση, ένα βιβλίο, τους ανθρώπους που αγαπούν. Κι αυτοί οι λίγοι είναι που μας βομβαρδίζουν με πανανθρώπινες αξίες όπως ξανθιές, πεντακοσάρες, σκάφοι, μεζονέτες, για να συνεχίσουμε να δουλεύουμε γι’ αυτούς όλο και περισσότερο.
Κάπου άκουσα και μου άρεσε ότι στις παλαιές μορφές δουλείας ο αφέντης υποχρεούταν να σιτίζει και να παρέχει διαμονή στο δούλο του (όταν δεν τον σάπιζε στο ξύλο). Στις σύγχρονες μορφές δουλείας – δουλειάς (βλέπε τράπεζες, κυβερνήσεις, πολυεθνικές) ο «δούλος» οφείλει να παρέχει στέγη και τροφή ο ίδιος στον εαυτό και την οικογένειά του. Πολύ βολικό. Φυσικά δεν είμαι υπέρ της επαναφοράς του θεσμού της δουλείας των αρχαίων χρόνων αλλά της κατάργησης αυτής των σύγχρονων.
Σήμερα όλοι δουλεύουν για τους λίγους και όταν οι «όλοι» γυρνάνε κουρασμένοι απ΄ τη δουλειά θέλουν να ξεκουράσουν το σώμα τους και να ξεγελάσουν το μυαλό τους δίνοντάς του την ψευδαίσθηση ότι διασκεδάζει. Η λύση; Τηλεόραση ή αλλιώς η δουλεία των εικόνων.
Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι και οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν καλύτεροι. Αβέρτα πολέμους έκαναν, τις γυναίκες τις υποτιμούσαν, άσε που σκότωσαν και το Σωκράτη. Και δεν είχαν ούτε πολυεθνικές, ούτε τράπεζες, ούτε – το σημαντικότερο – τηλεόραση. Ναι αλλά τουλάχιστον σκέφτονταν, τουλάχιστον παρήγαγαν πολιτισμό, τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε ο κόσμος μας. Οφείλω όλα αυτά να τους τα αναγνωρίσω κι ας μην τους συγχωρώ ότι σκότωσαν το Σωκράτη.
Τελικά, ο άνθρωπος μετά τον άνθρωπο παρέμεινε άνθρωπος. Με λιγότερες τρίχες και περισσότερα κρίματα στην πλάτη του. Ο υπεράνθρωπος του Νίτσε έμεινε όνειρο που παίρνει σάρκα και οστά μόνο σε κόμικ και ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Και ο σύγχρονος άνθρωπος ακόμα να ξεμπερδέψει τη μάσκα από το πρόσωπό του. Τον άνθρωπο από τον απάνθρωπο.
Το χειρότερο απ’ όλα, όμως, είναι ότι δεν «γεννιούνται» πια «Σωκράτες». Ούτε καν για να τους σκοτώσουμε.

tumblr_lyilo5jsuO1r1cwub

“Όχι θα σκάσω”

tumblr_lyilo5jsuO1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2010

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Κοιτώ και βλέπω κενό. Το κενό του άδειου, το κενό του τίποτα. Άδεια βλέμματα, άδεια μαγαζιά. Σκυθρωπά πρόσωπα σε δρόμους της πόλης που έσφυζαν από ενθουσιασμό, παρακαταθήκη μιας κρίσης που χτύπησε πρώτα στην περηφάνια και έπειτα στην τσέπη. Τη στιγμή που η πόλη παραλύει και η απαισιοδοξία μας καλεί να δώσουμε το ύστατο χαίρε, να αποτίσουμε φόρο τιμής στην άλλοτε σιδηρά κυρία, κάτι αλλάζει.

Ένας μπακάλης στην αγορά μου είπε «ευχαριστώ πολύ» και έσταζε μέλι επειδή αγόρασα μαρούλια αξίας δύο ευρώ. Την Κυριακή ο γείτονάς μου, που έπλενε το αμάξι του (ο ίδιος μετά από χρόνια) μου απεύθυνε μια πηγαία καλησπέρα. Κάποια μπαλκόνια πολυκατοικιών έχουν μετατραπεί σε μικρά θερμοκήπια καθώς τα παρτέρια γέμισαν ντομάτες και κρεμμύδια. Περνώντας από τα Λιοντάρια και τη Δαιδάλου, αν και βλέπω λιγότερο κόσμο, ακούω πιο πολλά «γεια», «πού είσαι;», «τι κάνεις;». Δεν ξέρω αν είναι ιδέα μου, αλλά μου φαίνονται πιο ευγενείς, πιο ειλικρινείς οι άνθρωποι. Υπάρχει ένας κοινός κώδικας που μας ενώνει όλους, είμαστε συνδεδεμένοι λόγω των κοινών δυσκολιών. Δίνουμε περισσότερη σημασία στα απλά. Απειλούμαστε λιγότερο από τα λούσα και την επιτυχία του άλλου γιατί το λούσο είναι πια ντροπή και η επιτυχία δυσεύρετη. Και θέλουμε να γλυκάνουμε τη δική μας δύσκολη θέση, επιβεβαιώνοντας τη δύσκολη θέση του άλλου.

Η κρίση σκορπά στάχτες στον αέρα κι από αυτές αναγεννιούνται μικροί Φοίνικες, κινήματα πολιτών, νέες αξίες, αλλιώτικες συμπεριφορές. Δεν χάνεται αναγκαστικά η ουσία της ανθρώπινης επαφής και της διασκέδασης όταν το δίλλημα «βγαίνουμε» Χάνδακος ή Κοραή αντικαθίσταται από το «μένουμε» σπίτι σου ή στο δικό μου. Άλλωστε, όταν βρισκόμαστε σε κάποιο σπίτι με φίλους, βρισκόμαστε με φίλους και όχι τυχαία με δεκάδες γνωστούς. Επιλέγουμε εμείς τη μουσική κι όχι ένας DJ κολλημένος στην jazzbit, poptsiftetel, laikobluzσκηνή. Αλλάζουμε το φωτισμό και τη διακόσμηση ανάλογα με τα κέφια. Το μενού είναι δικό μας και το αποτέλεσμα: σπιτικό φαγητό για έξι άτομα. Κόστος; Πενήντα δύο ευρώ. Απόλαυση; Ανεκτίμητη. Κάθε σπίτι εστιατόριο και κάθε μπαλκόνι ημιυπαίθρια καφετέρια.

Οι ποδηλάτες αλωνίζουν το κέντρο και φτάνουν πριν από όλους στον προορισμό τους. Το βλέπεις στα πρόσωπά τους ότι είναι περήφανοι γι’ αυτό που κάνουν και πως νιώθουν οίκτο για όλους τους υπόλοιπους fun του μηχανοκίνητου αθλητισμού που επιμένουν να ταλαιπωρούν εαυτούς και περιβάλλον.

Όσοι ακόμα βλέπουν τηλεόραση, δεν πιστεύουν όσα ακούνε και πολλοί απ’ όσους έβλεπαν, δε βλέπουν πια. Όλο και περισσότεροι αρνούνται να υποκύψουν σε καρεκλοκένταυρους, βολεμένους, ξερόλες, μίζερους, στατιστικολόγους, αναλυτές.

Μια κοινωνία ορθιοκουνιστών θαμμώνων σε μαγαζιά κώφωσης χωρίς χώρο ποτοστάθμευσης, τηλεορασόπληκτων ματάκηδων, γκαζοεξαρτημένων σβούρων, αλλάζει, είτε από ανάγκη είτε από επιλογή. Η Κρίση αδειάζει την τσέπη και οξύνει την κρίση, θα έλεγε κάποιος και κάποιος άλλος ότι καθαρό μυαλό με άδεια τσέπη τι να το κάνεις;

Τότε είναι που χτυπούν οι γλυκύτατοι έως μακάριοι εκπρόσωποι μιας ομάδας ανθρώπων στην οποία ανήκει ένας φίλος που τυχαία συνάντησα προχθές. Αυτό που λέμε, μια κατηγορία από μόνος του.

«Γράψε κάτι για την Κρίση στο Ηράκλειο», μου λέει. «Κι εγώ αυτό κάνω». «Γράφεις;», τον ρωτάω. «Την γράφω», μου απαντά. «Κυριολεκτικά. Φέρε μου ένα χαρτί να δεις». Έβγαλα το σημειωματάριο, του έδωσα στυλό. Έγραψε:

«Κρίση, Κρίση, Kρίση. Όχι θα σκάσω».

Island_Logo2021_logo

Γράμμα ενός παιδιού στον δήμαρχο (1989)

δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2009

Κύριε Δίμαρχε,

Με λένε Νικόλα και είμαι δέκα χρονόν. Πάω στη τετάρτη τάξη του δημοτικού. Πριν λίγο καιρό ήρθα από τη γερμανία με τους γονίς μου. Το νέο μας σπίτι στο Ηράκλειο είναι πολύ όμορφο και η γειτονιά μας έχει πολλά χωράφια για να παίζω μπάλα με τους φίλους μας. Στη Νιρεμβέργη πήγαινα σε ελληνικό σκολείο αλλά πιο πολλές ώρες κάναμε γερμανικά. Εγώ δεν ήθελα αλά η μαμά μου μου έλεγε ότι θα μάθω να λέω στους γερμανούς πόσο όμορφι είναι η χόρα μου. Εγώ όμος φοβόμουν να τους τα πο όλα αυτά μην έρθουνε ξανά και μας κάνουνε την κατοχή.

Το Ηράκλειο είναι η πόλη του μπαμπά μου και την αγαπάει πάρα πολύ ακόμα και όταν οι φίλη του του λένε πως είναι χτισμένη πάνο στην πλάτη της θάλασσας. Τους άκουσα μια μέρα να το λένε αναμεταξί τους και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αυτό είναι άσχιμο. Έχω ακούσει τους φίλους τουνα λένε ότι δεν έχει μεγάλο γήπεδο, ότι δεν φτιάχνονται γέφυρες, πεζοδρόμους για τις μανάδες με τα καρότσια τους που θέλουνε να πάνε βόλτα τα μοράκια τους, ότι οι δρόμοι είναι μικρή και έχουνε λακουβίτσες, ότι τα λιονταράκια της είναι παλιά και λερομένα με μπογιές και ότι η παραλιακή της έχει αυτοκίνητα και δεν μπορούνε τα παιδάκια να παίξουνε εκεί. Ακόμα πως οι τήχοι της που τη σόσανε στα αρχέα χρόνια από τους πιρατές είναι χαλασμένη. Γι’ αυτό και φοβάμε μην έρθουνε πάλι οι γερμανοί όπως το 1940 και μας κάνουνε πόλεμο.

Εγώ κύριε δήμαρχε αγαπάω το Ηράκλειο γιατί είναι η πόλυ του μπαμπά μου και γιατί πάντα μου έλεγε ότι είναι η πατρίδα μας. Θέλω να σας πω ότι αν την κάνετε πιο όμορφη και επηδή είναι χτισμένη πάνο στη θάλασα μπορεί οι γερμανοί να τη βρούνε πάλι και να θέλουν να τη ξανακλέψουνε και έτσι ο μπαμπάς μου να πρέπει να πάει στον πόλεμο.

Γιαφτό εμένα δε με νιάζει. Και έτσι την αγαπάω πολύ και θέλω να τη κρατίσω με τους φίλους μου και να μη ξαναφήγω από δο που γεννήθηκαν οι προγγόνοι μας. Γιαφτό κύριε δήμαρχε σας γράφο αφτό το γράμα και σας λέω ότι οι φίλοι του μπαμπά μου που μίνανε στη γερμανία και που λένε όλα αφτά είναι χαζοί και δεν αγαπάνε την Ελλάδα όπος εμείς. Εύχομαι να μην ξαναφίγω ποτέ και να μην πειράξει κανίς τη παρτίδα μου. Και αν γίνει ποτέ του πόλεμος εγώ θα πάρω το αεροβόλο μου και θα πολεμίσο όπος οι προγγόνοι μας. Για να ξαναγίνουμε ξανά ελέφτεροι.

Νικόλας Σμυρνάκης, μαθητής

Κύριε Δήμαρχε,

Ο Νικόλας μεγάλωσε. Ξανάφυγε απ’ τον τόπο του και επιστρέφοντας είδε μια πόλη σταδιακά να αλλάζει. Γήπεδο ολυμπιακών προδιαγραφών να χτίζεται, γέφυρες να φτιάχνονται, τα τείχη να αξιοποιούνται και τα λιοντάρια μετά από πολλές προσπάθειες να γίνονται και πάλι κέντρο αναφοράς της πόλης, κερδίζοντας κάτι απ’ την χαμένη τους αίγλη. Πεζόδρομοι στο κέντρο να δημιουργούνται, μικρά μουσεία να ξεφυτρώνουν, πολιτιστικό κέντρο να ετοιμάζεται, κινηματογράφοι και εμπορικά κέντρα να ανεγείρονται και το κυριότερο, να αξιοποιείται η «πλάτη» της πόλης διαμορφώνοντας σιγά σιγά ένα όμορφο κι απ’ ό,τι διαφαίνεται προσπελάσιμο χώρο για γαλήνιες παραθαλάσσιες βόλτες.

Κύριε Δήμαρχε, ευχαριστούμε για τα έργα που αλλάζουν τη μορφή του Ηρακλείου αλλά επιτρέψτε μου να νιώθω ακόμα στενάχωρα για την άλλη πόλη, αυτή εκτός των τειχών και τη δυσαναλογία των έργων της. Γιατί ένα παραμένει πάντα στάσιμο να θυμίζει το Ηράκλειο του 1989. Μάλιστα μπορώ να πω, δίχως ίχνος υπερβολής, ότι η κατάσταση από τότε έχει χειροτερέψει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχουμε φτάσει σήμερα στο κρίσιμο σημείο εκείνο, που εμφατικά αποκαλούμε «δίχως γυρισμό».

Την ώρα, λοιπόν, που η πόλη παίρνει χρώμα με σημαντικότερη όλων, κατά τη γνώμη μου πάντα, την προσπάθεια αξιοποίησης της παραλιακής, οι δρόμοι που οδηγούν σε κάποιες απ’ τις πιο γνωστές γειτονιές αλλά και στα πιο κοντινά προάστιά της (Πλατεία Σινάνη, Μεσαμπελιές, Βασιλειές) μαρτυρούν από τις πληγές του οδοστρώματος. Και εμείς μαζί τους. Πολλοί από μας, για να φτάσουμε στην παραλιακή, θέλοντας και μη, πρέπει να περάσουμε από την Παπαπέτρου Γαβαλά, την Ανθέων, την Ούλαφ Πάλμε και δεκάδες άλλες αρτηρίες που ενώνουν τους πολίτες των προαστίων με το ιστορικό τους κέντρο. Βέβαια το να «περάσουμε» είναι μια κουβέντα που θεωρητικά αποτελείται από μια απλή λέξη αλλά είναι κι αυτή η Πράξη που όταν μπλέκεται στα πόδια της Θεωρίας πληγώνει τα στόματά μας για την αγαθή προαίρεσή τους.

Αναρωτιέμαι, εμείς φταίμε που πέφτουμε πάνω στα χιλιάδες σαμάρια και μέσα τις λακκούβες που ανταγωνίζονται σε μέγεθος τις γεωργικές γεωτρήσεις (με αρκετή δόση υπερβολής αυτή τη φορά), ή μήπως αυτές που υπάρχουν; Αυτό που με φοβίζει περισσότερο είναι πως τα έχουμε συνηθίσει τόσο όλα αυτά που σχεδόν πια δεν μας ενοχλούν. Τα έχουμε καταστήσει αυτονόητα και το μόνο «ατύχημα» απ’ το οποίο πλέον κινδυνεύουμε είναι η απάθεια και η νωχέλεια του νου μπροστά στο απαράδεκτο που ζούμε.

Αποκτούμε παραλία, γήπεδο, πολιτιστικά και εμπορικά κέντρα αλλά δεν έχουμε δρόμους για να τα επισκεπτούμε. Νιώθω σαν να κέρδισα ξαφνικά τον πρώτο αριθμό του Joker χωρίς τη βασική παιδεία για να διαχειριστώ τον πλούτο μου. Νιώθω σαν αναλφάβητος καθηγητής Πανεπιστημίου. Πραγματικά σας ευχαριστώ που ομορφαίνετε την πόλη, μα δεν μπορώ να ανεχτώ άλλο την αγανάκτηση που ξεχειλίζει μέσα από τα, ευτυχώς ακόμα ανοιχτά, παράθυρα των αυτοκινήτων μας.

Χθες ο μηχανικός διέγνωσε πρόβλημα σε σχεδόν καινούριο αυτοκίνητο. Ίσιωμα στις ζάντες και αλλαγή στα αμορτισέρ ήταν η «ετυμηγορία» και μερικές εκατοντάδες ευρώ η «εγγύηση». Για μια στιγμή αισθάνθηκα ένοχος για κάθε χτύπημα που τράνταζε το αυτοκίνητο όταν και βούλιαζε σε μια από τις εκατοντάδες κακοτεχνίες των δρόμων. Μέχρι που κατάλαβα ότι δεν είχα και πολλές επιλογές καθώς πλέον οι παγίδες του οδοστρώματος δεν αποφεύγονται. Γιατί δεν είναι ο δρόμος γεμάτος κακοτεχνίες. Είναι οι κακοτεχνίες γεμάτες δρόμους.

Κύριε Δήμαρχε, δεν αμφισβητώ την καλή προαίρεσή σας αλλά μην αφήνετε τους εργολάβους να παίζουν παιχνίδια πλουτισμού στην πλάτη τη δική σας και τη δική μας, μην τηρώντας ούτε στο ελάχιστο τις προδιαγραφές κατασκευής της ως τώρα πήλινης ασφάλτου. Γιατί το οδόστρωμα περιφερειακών οδών σπάει σαν φύλλο κρούστας μετά από λίγες σταγόνες βροχής και μερικές εκατοντάδες λαστιχένια πατήματα;

Κύριε Δήμαρχε, δεν φοβάμαι πια τους πειρατές από μακρινές χώρες ούτε τους φίλους Γερμανούς μην κηρύξουν πόλεμο στον κατά τα άλλα ζηλευτό μας τόπο, αλλά τους εχθρούς εντός μας που τραγουδούν παρέα με τη Σειρήνα της Βόλεψης τραγούδια της Λήθης. Κύριε Δήμαρχε, εκτιμώ το έργο σας αλλά ζητώ να βελτιωθεί η καθημερινότητά μας κι όχι μονάχα η Κυριακή μας. Ζητώ να μας μάθετε γράμματα πριν μας δώσετε το πανεπιστημιακό μας δίπλωμα. Δυο πράγματα μας διαφοροποιούν από εσάς. Το ένα υπακούει στα κελεύσματα της θεωρίας και το άλλο ζητά τη μόνη ουσιαστική επιβεβαίωσή της. Την Πράξη. Γιατί εσείς μπορείτε. Κι αν όχι άμεσα, αν όχι τώρα, τουλάχιστον από «χθες». «Για να ξαναγίνουμε ξανά ελέφτεροι».

Με εκτίμηση,

Νικόλας Σμυρνάκης, πολίτης

logo_sitee

Η “κοινωνική προσφορά” των πολιτικών

δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2008

Για να μπορείς να προφυλάσσεσαι απ’ το ψέμα πρέπει να το καταλαβαίνεις. Για να το καταλάβεις χρειάζεσαι ανθρώπους δίπλα σου να ψεύδονται ασύστολα και κατ’ εξακολούθηση, για να μελετάς τις εκφράσεις του προσώπου, την γλώσσα του σώματός τους και όποιες άλλες μεθόδους επιστρατεύουν για να κρύψουν την αλήθεια και να πείσουν για το ανυπόστατο. Πώς όμως θα καταλάβεις ότι πράγματι κάποιος ψεύδεται όταν τις περισσότερες φορές η υποψία σου αδυνατεί να γίνει απόδειξη; Πως θα εξασκηθείς αν δεν είσαι σίγουρος ότι τα φούμαρα που ακούς είναι πράγματι τέτοια;

Εδώ είναι που έρχονται οι πολιτικοί να μας παράσχουν σημαντικότατη κοινωνική προσφορά, γι’ αυτήν που άλλωστε προορίζονται, τρελαίνοντας όλους τους μετρητές ψεύδους ή αν θέλετε τους μετρητές παραποίησης ή ωραιοποίησης της εκάστοτε αλήθειας. Και όλα αυτά πάντα για το εθνικό συμφέρον (δικαιολογία προσιτή όταν αποκαλύπτεται το ψέμα τους), για λόγους που ο απλός πολίτης δεν δύναται να κατανοήσει. Από πότε μια πειστική δικαιολογία είναι ικανή να παραπλανήσει τον θηρευτή της αλήθειας; Από τότε που αφήνουμε τους εκλεγμένους αντιπροσώπους μας να την χρησιμοποιούν. Μην ακούτε που λένε ότι η τηλεόραση εξασθενεί το μυαλό. Μία ώρα παρακολούθηση την ημέρα, ειδικά εκεί στην ζώνη την «ενημερωτική», μεταξύ 8 και 9, θα δώσει την λύση που τόσο καιρό αναζητούσαμε. Το αντίδοτο του ψεύδους στην καθημερινή ζωή μας, περνά μέσα από την μελέτη της προσωποποίησής του, στα βραδινά δελτία των «βομβαρδισμένων» δεκτών μας.

Μιλώντας για τους πολιτικούς, μου έρχεται η σάτιρα στο μυαλό. Η άλλοτε πηγή πληροφόρησης για τον σκεπτόμενο πολίτη γίνεται σιγά σιγά διέξοδος από την καθημερινότητα του απογοητευμένου πολίτη. Η κύρια τροφή της σάτιρας, οι πολιτικοί, με τις υπερβολές τους, τα καταφανέστατα ψέματά τους, την αγενή συμπεριφορά τους στα παράθυρα – τσίρκα των οποίων καθημερινά γινόμαστε θεατές, τις γενικές απαντήσεις-υπεκφυγές σε ευθείες ερωτήσεις, τους βαρύτατους χαρακτηρισμούς, την λάσπη, τις ευθύνες που ο ένας εξαπολύει στον, κατά τα άλλα, εντιμότατο και άξιο σεβασμού συνάδελφό του, προσφέρουν τόσο υλικό, που για να επεξεργαστεί από σχολιαστές και σατυρικούς συγγραφείς δεν φτάνουν ούτε δέκα εκπομπές και σατιρικές παραστάσεις την εβδομάδα. Οι πολιτικοί πάντως, τα καταφέρνουν και χωρίς τη σάτιρα μια χαρά, μια και είναι μια σάτιρα από μόνοι τους. Ποιο είναι το όπλο τους; Η υπερβολή. Και πώς να υπερβάλεις την τόση υπερβολή; Κουραστήκαμε να τους βλέπουμε να πιάνονται απ’ τα μαλλιά τους την ώρα που πνίγονται. Κανείς δεν τους ενημέρωσε ότι με όλα τα χέρια απασχολημένα στο τελευταίο εν ζωή ξεψείρισμα, χάνουν την ευκαιρία να κολυμπήσουν, να κάνουν μια τελευταία προσπάθεια, έστω απεγνωσμένη, για λίγο ακόμα στην επιφάνεια να κρατηθούν. Μήπως έτσι καταφέρουν, επιτέλους, να προσφέρουν σ’ αυτόν τον τόπο κάτι πολυτιμότερο από την, κατά τ’ άλλα, σεβαστή υστεροφημία τους.

Είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό τους, όχι πολύ χαριτωμένο, που πάντα με εκπλήσσει γιατί πάντα επιβεβαιώνεται. Η άρνησή τους να ακούσουν αυτό που ο συνομιλητής τους ως άποψη εκφράζει. Μιλούν πάνω στη φωνή των άλλων καλεσμένων λες και αυτοί βρίσκονται εκεί απλά για να αυγαταίνουν τα παράθυρα και για να γίνεται ο απαραίτητος σαματάς. Τους διακόπτουν συνέχεια και πάντα θεωρούν ότι οτιδήποτε λέγεται, με άλλη απ’ τη δική τους γλώσσα, είναι μακριά απ’ την ουσία του θέματος ή εντελώς εσφαλμένο. Πράγμα, φυσικά, που εμφανώς διαφαίνεται απ’ το ειρωνικό ως απαξιωτικό χαμόγελό που διόλου δεν προσπαθούν να συγκαλύψουν.

Οι ομηρικοί διάλογοι είναι γνωστοί για το ασυνήθιστα μεγάλο μήκος και την ένταση που κάθε στίχος τους εσωκλείει. Είναι όμως και μια άγνωστη στις μέρες μας αρετή που χαρακτηρίζει τους διαλόγους αυτούς. Ανεκτικότητα ονομάζεται και κάνει τον πιο θεοσεβούμενο ήρωα να ακούει τον Θεό του να υβρίζεται απ’ τον συνομιλητή του. Σχεδόν ευλαβικά ακούει και περιμένει την σειρά του να απαντήσει. Οι σχολιαστές που χαρακτηρίζουν τις συζητήσεις των πολιτικών μας «ομηρικές», έχουν μάλλον να διαβάσουν Όμηρο από το Γυμνάσιο. Τι είναι τελικά ο διάλογος, τι είναι η συζήτηση; Μονόλογοι τόσοι όσοι και οι εμπλεκόμενοι στη συζήτηση, θα έλεγε κάποιος. Αν αυτό είναι συζήτηση τότε οι πολιτικοί μας συζητούν. Αν όμως είναι μονόλογοι άμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους, αν κάθε μονόλογος είναι αντίδραση στην δράση του προηγουμένου, τότε για ποια συζήτηση ποιων εμπλεκομένων μιλάμε;

Λίγο πιο πέρα συναντώ μια άλλη κατηγορία πρεσβευτών της επικοινωνίας. Τους πιο ευγενικούς που αφήνουν τον συνομιλητή τους να μιλήσει για να ανακατέψουν τα χαρτιά τους και να βάλουν σε μια σειρά τις σκέψεις τους που αδημονούν να στολίσουν με λόγια. Τα άδεια τους μάτια καταδεικνύουν πως το μυαλό τους ταξιδεύει στη «Χώρα των επιχειρημάτων» κι ας κουνάνε μηχανικά το κεφάλι, κι ας κοιτούν τον ομιλών στα μάτια. Τελικά, όποιος σε μια συζήτηση ενθουσιάζεται περισσότερο με τα δικά του λεγόμενα παρά με αυτά του συνομιλητή του, τον οποίον δεν πολυακούει αλλά θεωρεί πρόσχημα για έκθεση ιδεών, είναι σαν δέντρο δίχως ρίζες. Αγέρωχο παρουσιάζεται μπρος στο «κοινό» του, μα οι πραγματικοί γνώστες έχουν επίγνωση της στασιμότητάς του. Ούτε άλλη τροφή, ούτε παραπανίσιος πόντος.

Και που θα μπορούσε να φτάσει…

Αφοριστικά ακούγονται όλα αυτά και ξέρω πως οι γενικεύσεις πολλές φορές σε οδηγούν στο να χάνεις το δίκιο σου, καθώς δύσκολα ευσταθούν. Και στατιστικά να το πάρεις, δεν μπορεί, σε ένα τόσο τεράστιο δείγμα κάποιος θα διασώνεται, τον οποίο και αδικείς συμπεριλαμβάνοντάς τον στο υπερβολικό «όλοι». Ίσως ο αφορισμός αυτός να είναι μια αποτυχημένη εκ μέρους μου προσπάθεια σατιρισμού των πολιτικών, ίσως κι εγώ να προσπαθώ να υπερβάλλω την υπερβολή τους. Η αλήθεια όμως είναι πως δεν αρκούν μερικοί υγιείς σπόροι για να διασώσουν ένα κατά πως όλα δείχνουν, σάπιο φρούτο.

Αν, λοιπόν, το να θέσει κάποιος τις πραγματικές ερωτήσεις είναι το πρώτο και πιο αποφασιστικό βήμα για να καταλήξει σε ουσιαστικές απαντήσεις, τότε επαναπροσδιορίζω το ερώτημα που, ώρα τώρα, έχω στο μυαλό μου. Φταίει τελικά το φρούτο που είναι σάπιο ή εμείς που μετά από τόσες πικρές μπουκιές «ψωνίζουμε» ακόμα απ’ το ίδιο καλάθι;

logo_sitee

Στο ‘να χέρι η Coca cola στ’ άλλο το Marlboro

δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2008

Τα Αμερικανάκια φταίνε για όλα. Αυτά που έχουν στο ένα χέρι την coca cola, στο άλλο το πακέτο Marlboro και στο κεφάλι πολύ μυαλό. Και το τελευταίο αυτό δεν το αναφέρω καθόλου ειρωνικά.

Έχουμε δαιμονοποιήσει τους Αμερικάνους ανακηρύσσοντάς τους, τους κακούς του πλανήτη. Και είναι οι κακοί. Οι κυβερνήσεις τους δηλαδή. Αναγκαστικά. Ο έχων τη δύναμη δεν μπορεί παρά να μπει στον πειρασμό να την χρησιμοποιήσει προς όφελός του. Άρα να αδικήσει, μια και τα συμφέροντα του πλανήτη αποκλείεται να ταυτίζονται με τα δικά του. Είναι κακοί λοιπόν και καλά κάνουμε και τους αντιμαχόμαστε. Η Κακία κι η Αδικία, οι δίδυμες αδερφές του ανθρώπου, πάντα θα έχουν πρόσωπο πάνω στη γη. Και στις μέρες μας έχουν. Και είναι βαμμένο με την αστερόεσσα. Και καλά θα κάνουμε να συνεχίσουμε να το αντιμαχόμαστε.

Τον μύθο, όμως, ότι είναι χαζοί οι Αμερικάνοι κι ότι δε βλέπουν πέρα απ’ τη μύτη τους, ποιος τον έχει καλλιεργήσει; Γιατί αν πράγματι δεν ξέρουν τι γίνεται πέρα απ’ τη μύτη τους, είναι γιατί κάτω απ’ τη μύτη τους έχουν όλο τον κόσμο και μέρος του λοιπού σύμπαντος. Δεν έχουν, λοιπόν, ανάγκη να κοιτάξουν παραπέρα.

Κάτι καλό, όμως, θα έχουν να επιδείξουν πέραν της κακίας τους. Κι αν ναι, τι είναι αυτό το τόσο διαφορετικό που τόσο συχνά τους οδηγεί στην επιτυχία; Η Αμερική, δεν είναι η χώρα της ευκαιρίας μόνο γιατί είναι αχανής, με εκατομμύρια πιθανούς πελάτες, μα κυρίως γιατί όλοι αυτοί είναι έτοιμοι να δοκιμάσουν κάθε καινούρια ιδέα. Η επιδεκτικότητα αυτή δεν είναι παρά το βασικό συστατικό της αλλαγής και της προόδου. Δεν βολεύονται στον καναπέ της γιαγιάς βλέποντας 5 ιδιωτικά κανάλια. Βρίσκουν τρόπο να παρακολουθούν, σε υπερσύγχρονους αναδιπλούμενους καναπέδες-κρεβάτια που φτιάχνουν μαύρο καφέ και ψήνουν pancakes, πάνω από 200 κανάλια. Θα μου πείτε και τι; Μας προτείνεις το βόλεμα; Όχι βέβαια. Αν κοιτάξουμε πίσω απ’ αυτό το βόλεμα – χάζεμα – αποβλάκωμα, που φυσικά είναι ταυτόσημο με τον ψυχοπνευματικό θάνατο, θα διακρίνουμε χιλιάδες ανθρώπους να δουλεύουν και να κινητοποιούνται καθημερινά στον τομέα της επιπλοποιίας και των τηλεπικοινωνιών ψάχνοντας για την πρωτοτυπία, τη διαφορετικότητα.

Θα μπορούσα με ευκολία να αναφέρω δεκάδες άλλους τομείς της οικονομίας, της τέχνης, του αθλητισμού που είναι πρωτοπόροι. Αλλά αυτό το βόλεμα δείχνει μια τάση απ’ την οποία θέλω να πιαστώ για να κάνω σαφές τον συνειρμό μου. Ακόμα και σε μια απ’ τις χειρότερες εκφράσεις του πολιτισμού τους, στο βόλεμά τους, είναι πρωτοπόροι. Αυτή είναι η τάση τους. Να πηγαίνουν μπροστά. Πολλές φορές νομίζουν ότι βαδίζουν μπροστά χτυπώντας την πλάτη τους σε τυφλούς τοίχους και βυθιζόμενοι σε έναν παχύρρευστο βούρκο ωμής φθήνιας: βλέπε τα εύπεπτα προγράμματα προβολής της βίας, των ναρκωτικών, της πολεμικής προπαγάνδας, του στεγνού σεξ, της εκμετάλλευσης της ανάγκης του φτωχού, της ιδιωτικής ζωής, του προτύπου ότι αν δεν είσαι πλούσιος δεν υπάρχεις κτλ.

Κι όμως, πάντα θέλουν να βαδίζουν μπροστά. Να καταφέρνουν κάτι περισσότερο απ’ αυτό που έχουν. Συχνά το περισσότερο είναι χειρότερο από το λίγο. Αλλά ποτέ δεν τους λείπει η διάθεση να δουλέψουν, να ρισκάρουν, να προσπαθήσουν. Και να πάρουν κι άλλους μαζί τους σ’ αυτήν την πορεία. Παροτρύνουν συνεχώς ανθρώπους πρωτοπόρους, με φρέσκιες ιδέες, να κυνηγήσουν τ’ όνειρό τους και καραδοκούν σαν αρπαχτικά για ό,τι νέο, θέλοντας να δοκιμάσουν την επιτυχία του. Κι αυτή είναι η επιτυχία τους. Αν, για παράδειγμα, προσπαθήσεις να τους πωλήσεις ένα νέο προϊόν που χωρίς ιδιαίτερο κόστος θα βελτιώσει τη ζωή τους, προστατεύοντας την υγεία τους, θα σου φιλήσουν τα χέρια. Ενώ εδώ, θα σε κατηγορήσουν πρώτα για ψεύτη, μετά για εκμεταλλευτή, έπειτα για κερδοσκόπο. Παραθέτω το παρακάτω μη αμερικάνικο διάλογο ενός πρωτοπόρου κι ενός ξερόλα. Για την ιστορία, ο πρωτοπόρος μετανάστευσε στην Αμερική κι ο ξερόλας πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα σε νοσοκομείο του Ε.Σ.Υ.

– Μα, αφού και σεις δεχθήκατε πως το προϊόν μου είναι καλύτερο για την υγεία όλης της οικογένειάς σας, κύριε Μονίμως Υποψιασμένε. Γιατί δεν το αγοράζετε;

– Γιατί να κερδίσεις εσύ από τη δικιά μας βελτιωμένη υγεία;

– Δηλαδή, αν τα χρήματα πήγαιναν σε έναν φιλανθρωπικό σκοπό θα το αγοράζατε ευκολότερα;

– Ίσως.

– Και δεν θα ήσασταν φιλάνθρωπος αν βοηθούσατε έναν άνθρωπο σαν εμένα να ζήσει την οικογένειά του τίμια, δίδοντας μόνο 20 ευρώ το μήνα γι’ αυτό το προϊόν που μόνο καλό θα σας κάνει;

– Ναι, ξέρεις έχουμε και πολλά έξοδα. Το βράδυ έχουμε κλείσει τραπέζι στα μπουζούκια, είναι και τα 100 ευρώ για τσιγάρα κάθε μήνα.

– Μα τα παιδιά σας;

– Εγώ ξέρω τι είναι καλύτερο για τα παιδιά μου. Όχι εσύ.

Οι Αμερικάνοι δεν ενδιαφέρονται πόσα θα κερδίσεις. Δεν φοβούνται το νέο. Δεν το βλέπουν με μισό μάτι επειδή δεν το έχει διαφημίσει ακόμα η τηλεόραση. Και δεν τα ξέρουν όλα. Αντίθετα τους αρέσει να μαθαίνουν. Γι’ αυτό έχουν πιάσει τον κόσμο.

«Προχώρα boy» σου λένε, (ή girl για να είμαι πολιτικά ορθός) είτε προσπαθείς να προωθήσεις ένα νέο προϊόν είτε μια νέα ιδέα. Σε βοηθάνε να την υλοποιήσεις. Κι όταν υλοποιηθεί συνεργάζονται μαζί σου.

Και έχουν μάθει ό,τι κάνουν να το οδηγούν στην τελειότητα ώστε να έχουν ικανοποιημένους πελάτες. Δεν τους αρκεί ότι απευθύνονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Θέλουν και να τους έχουν ικανοποιημένους. Εδώ εμείς λέμε, «μέχρι να έρθουν οι νέοι τουρίστες και να καταλάβουν ότι τους πουλάμε αηδίες, θα έχουν φύγει. Ούτε γάτα ούτε ζημιά». Αυτή είναι κι η γάτα μας, αυτή είναι κι η ζημιά μας.

Δαιμονοποιεί αυτός που φοβάται. Αυτός που δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που ορθώνεται μεγαθήριο μπροστά του. Κακολογεί και κατηγορεί συνεχώς αυτός που προσπαθεί να υποτιμήσει τον ανώτερο απ’ αυτόν. Μήπως κι έτσι τον φτάσει. Αντί να κατηγορούμε και να δαιμονοποιούμε το σύνολο ενός λαού ας παραδειγματιστούμε απ’ τις μεθόδους, τις υπηρεσίες, τον προγραμματισμό του, την τάση του για τελειότητα.

Ας μην ξεχνάμε ότι μεγάλο μέρος των εθίμων, της κουλτούρας, των προϊόντων και των σκουπιδιών που καταναλώνουμε ακόρεστα προέρχονται από αυτά τα χαζά Αμερικανάκια. Αρκεί να κοιτάξουμε σε έναν ολόσωμο καθρέφτη ή να ανοίξουμε το ψυγείο μας. Ας προσπαθήσουμε να μάθουμε περισσότερα γι΄ αυτούς. Για να ξέρουμε αύριο ποιους ακριβώς κατηγορούμε, για ποιους λόγους, τι αγοράζουμε και κυρίως τι καταπίνουμε αμάσητο.

Και με ρέγουλα την Coca cola και το Marlboro. Μην τους κάνουμε πιο έξυπνους απ’ ότι είναι, για πράγματα χαζά.

logo_sitee

Μετά τις φωτιές τι;

δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2008

Μετά τις φωτιές τι; Να ένα ερώτημα που έχει αφήσει τη πικρή του γεύση στα αμάθητά μας χείλη. Για τους ανθρώπους που πέρυσι επλήγησαν οι συνέπειες είναι τόσο πραγματικές που τρομάζουν. Ανθρώπινες ζωές χάθηκαν, κόποι μιας ζωής καταστράφηκαν, ίχνη πολιτισμού απειλήθηκαν, ζώα εκδιώχτηκαν απ’ το φυσικό τους περιβάλλον και το ίδιο το φυσικό περιβάλλον βρέθηκε σε πλήρη ανισορροπία με τον ίδιο του τον εαυτό. Συνέπειες άμεσες, τόσο ισχυρές που διαμόρφωσαν μια καινούρια πραγματικότητα για πολλούς Έλληνες. Μια πραγματικότητα, τόσο κυνική που τρομάζει.

Ο χρόνος δε σβήνει τα τραύματα, τα μετατρέπει σε σημάδια, τέτοια ώστε να είναι ορατά με μια προσεχτική, «πολύξερη» ματιά. Και φυσικά ο χρόνος πέρασε, μα το πώς επέδρασε πάνω σ’ αυτούς τους ανθρώπους, αν τα σημάδια που άφησε είναι βαθιά ή όχι, δυστυχώς, εξαρτάται τόσο πολύ από τους κυρίους που ακόμα διαπραγματεύονται τα κιλά της ευθύνης που στον καθένα αναλογεί.

Αυτή η Ευθύνη! Αλήθεια, που βρίσκεται; Γλίστρησε μέσα από τα προστατευτικά μας χέρια μια μέρα πριν χίλια χρόνια κι ακόμη γι΄ αυτή μιλούμε; Η Ευθύνη, μου μοιάζει με την κοπέλα που χάθηκε πριν χρόνια κάπου στην Ελλάδα και που η φωτογραφία της δεσπόζει ακόμα σε ξεφτισμένες αφίσες, αναρτημένες στα αεροδρόμια του κόσμου, που παρακαλούν όποιον έχει την παραμικρή πληροφορία να επικοινωνήσει με τους δυστυχείς γονείς. Κι εμείς μοιάζουμε με τους γονείς εκείνους, που ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, ελπίζουμε πως μια μέρα θα βρεθεί. Πόσα δεν έχει περάσει στα χέρια των βασανιστών της!… η ευθύνη που την απώλειά της κληρονόμησαν απ’ το παρελθόν οι μεν, την απώλειά της, πάλι, θα κληροδοτήσουν στο μέλλον οι δε. Και σ’ όλα αυτά, πουθενά λόγος για το ειδικό βάρος του σήμερα. Του σήμερα που αντί να διαθέτουμε για ένα καλύτερο αύριο, το σπαταλούμε ψάχνοντας σε λάθους τόπους.

Το κείμενο αυτό δεν είναι ένας λίβελος ενάντια σε ένα σύστημα και στους αντιπροσώπους του για τον τρόπο που συνεχίζουν να διαχειρίζονται μια εθνική καταστροφή. Και πολλές άλλες σαν κι αυτή. Ε, λοιπόν όχι, θα ήμουν πολύ λίγος αν είχα να πω κάτι τόσο τετριμμένο. Άλλωστε τα αυτονόητα πληγώνονται όταν αρθρώνονται από φλύαρες γλώσσες. Το κείμενο αυτό είναι ένα «γιατί» που αφορά πρώτα εμένα, μετά εσάς και τέλος εμάς.

Το καλοκαίρι ήρθε και επανέφερε τις θύμησες της περασμένης φωτιάς αλλά και ξύπνησε τους φόβους για μια ερχόμενη. Ήδη ο Υμηττός αποτέλεσε το πρώτο σοβαρό πλήγμα στην Αττική. Το καλοκαίρι ήρθε και έγινε η αφορμή για να αναδειχθούν μέσα στο μυαλό μας οι μικρές εθνικές καταστροφές που συντελούνται καθημερινά, οι μικρές πυρκαγιές της ζωής μας που δεν καίνε, μα μας καίνε.

Συχνά κατηγορούμε την Ελλάδα για το πόσο άσχημα μας φέρεται. Φταίει όμως η Ελλάδα; Οι ομογενείς, δακρύζουν και μόνο στο άκουσμα του ονόματός της και όταν αφήνουν ζωές φτιαγμένες, στρωμένες για την μεγάλη επιστροφή το κάνουν για την Ελλάδα που αγαπούν. Όταν έρχονται εδώ απογοητεύονται, μα πιο πολύ πληγώνονται, πληγώνονται από τους Έλληνες που εδώ ζουν. Όχι από την Ελλάδα. Αυτή είναι υπέροχη. Από τους Έλληνες. Από μας.

Οι Έλληνες, εγώ, εσύ, που πετάμε τσιγάρα στο δάσος νομίζοντας ότι θα σβήσουν στη διαδρομή από το χέρι μας στα ξερά χόρτα. Εμείς που ανοίγουμε το παράθυρο του αυτοκινήτου για να κρεμάσουμε το ένα χέρι απ’ έξω και για να πετάξουμε το κουτάκι του αναψυκτικού, έξω με το άλλο. Ε, τι, να λερώσουμε το καινούριο αμάξι που μόλις πήραμε με τους κόπους δυο δανείων; Το πώς καταφέρνουμε και οδηγάμε με τα δυο χέρια απασχολημένα, δεν το ξέρει ούτε ο δάσκαλος οδήγησης που πληρώσαμε για να πάρουμε το δίπλωμα. Και να ήξερε, δε θα τον βρίσκαμε ποτέ να μας λύσει την απορία, απασχολημένος όπως είναι να βρίζει και να κορνάρει σε άλλους ανίδεους κι αγενείς. Σχεδόν σε όλους τους υπόλοιπους οδηγούς δηλαδή.

Εμείς, που αναθέτουμε σε εργολάβους να φτιάξουν τους δρόμους μας με υλικά μιας παιχνιδούπολης χτισμένης από λέγκο και δεν απαιτούμε να τιμωρηθούν στην πρώτη λακκούβα που σκίζει το λάστιχο στα δυο. Μα όχι, την κακή μας τύχη σιχτιρίζουμε. Ούτε διανοούμαστε ότι όταν κάποιος ανέλαβε το έργο, αυτή η λακκούβα – γεώτρηση δεν ήταν στα σχέδια του αρχικού κατασκευαστή. Έχουμε φτάσει στο σημείο, να πειστούμε πως εμείς φταίμε που δεν ήμασταν αρκετά ικανοί ν’ αποφύγουμε τη λακκούβα. Κι ας κινδυνεύαμε να εμπλακούμε σε ατύχημα με τις στραβοτιμονιές μας. Εμείς φταίμε κι όχι εκείνοι που την άφησαν να γίνει. Άλλωστε, που να βρεις το δίκιο σου με το ελληνικό κράτος; Έτσι δε λέμε; Το χειρότερο είναι πως μας έχουν κάνει να το πιστεύουμε. Γιατί πλέον, πιστεύουμε μόνο ότι μας διαβεβαιώνουν ότι είναι αλήθεια. Μας έχουν μάθει να μη διεκδικούμε το δίκιο, να αγαπούμε την απάθεια. Έτσι τους βολεύει.

Εμείς, που θεωρούμε φυσικό να ονομάζουμε διεφθαρμένους αυτούς που βολεύουν τους δικούς τους, γιατί, απλά, έτυχε να μην είμαστε ανάμεσα σ’ αυτούς. Μα μόλις τα πράγματα αλλάξουν και βολευτούμε εμείς, μόλις γίνουμε εμείς «δικοί τους», τότε νιώθουμε επιτέλους δικαιωμένοι και σίγουροι ότι η φυσική τάξη αποκαταστάθηκε.

Εμείς, που προσποιούμαστε ότι δουλεύουμε με τον καφέ για σύμμαχο και την εφημερίδα κάτω απ’ το γραφείο και μόλις κάποιος τολμήσει να μας ζητήσει το λόγο, φωνασκούμε για το θράσος που είχε να μας υπενθυμίσει ότι στη θέση μας βρισκόμαστε για να εξυπηρετούμε και να γινόμαστε παραγωγικοί για τον τόπο και τους συνανθρώπους μας. Γιατί εμείς έχουμε δίκιο πάντα, γιατί εμείς γεννηθήκαμε γνωρίζοντας τα πάντα. Μα στην προσπάθειά μας να αναγνωριστούμε από τους γύρω μας, προβάλλουμε την ημιμάθειά μας καταφέρνοντας, πάντα πολύ επιδέξια, να επιδεικνύουμε την άγνοιά μας. Και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό.

Και όχι μόνο φταίει πάντα ο άλλος, αλλά και όταν η κατσίκα του πεθαίνει να χαιρόμαστε, για να δανειστώ το πετυχημένο ανέκδοτο ενός ανθρώπου που έφυγε απ’ τη ζωή. Τι πιο απλό απ’ το να χαιρόμαστε με τη χαρά του άλλου, όταν αυτή δεν μας στοιχίζει; Ε, λοιπόν, δυστυχώς, υπάρχει κάτι πιο απλό και είναι να λυπούμαστε και να θέλουμε η χαρά κάποιου να γίνει λύπη, σαν τη δική μας και ακόμα μεγαλύτερη. Τελικά, η διαφορά καλού και κακού βρίσκεται στην ευκολία να το διαπράξεις. Σκεφτείτε πόσο εύκολα ρίχνουμε κάποιον για να ανέβουμε εμείς οι ίδιοι στα μυωπικά μας μάτια και πόσο δύσκολα αναγνωρίζουμε την ανωτερότητά του. Δε μπορεί, και στατιστικά να το πάρεις κάποιος θα είναι καλύτερος από μας. Ναι, ξέρω, αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμα. Άλλο ένα σφάλμα στη στατιστική της ζωής..

Από έναν πολιτισμό γεμάτο φιλοσοφία, επιστήμες, τέχνες και αρχές πάνω στις οποίες στηρίχτηκε ο σύγχρονος κόσμος όπως τον γνωρίζουμε, καταντήσαμε στον πολιτισμό του φραπέ και του λουλουδιού. Αυτού που πετάμε το βράδυ στα πόδια της «αοιδού». Και θέλουμε και να χτυπάμε την «αρχαιότητά μας» στον υπόλοιπο κόσμο απαιτώντας να μας σέβονται για ένα παρελθόν που θα έπρεπε να προσπαθούμε να τιμούμε περισσότερο, εμπνεόμενοι από αυτό, κι όχι σκυλεύοντάς το. Άλλωστε όταν εμείς εφευρίσκαμε τις ουσιώδεις έννοιες του πολιτισμού, οι ξένοι κρέμονταν από τα κλαδιά των πιο ψηλών δέντρων. Έτσι δεν μας αρέσει να λέμε; Μήπως, όμως, το αρχαίο καθαρό αεράκι εκεί πάνω, τους πλάτυνε τον νου ώστε να βλέπουν τα πράγματα λίγο πιο διορατικά στο παρόν τους;

Οι φωτιές, οι βίλες που ξεφυτρώνουν στα καμένα, είναι η μεγαλύτερες εκφράσεις μιας αδιαφορίας και ενός ψευτο-εγωισμού που μας χαρακτηρίζει και μας κάνει να πληγώνουμε την Ελλάδα που τόσο αγαπάμε. Γιατί όλοι φταίμε για τα κακώς κείμενα που οκνηρά παρακολουθούμε απ’ την τηλεόραση, ντυμένα με θρίλερ μουσική, κι ας μην ανάβουμε με τα ίδια μας τα χέρια τις φωτιές. Η αδιαφορία καίει τις καρδιές μας, η στάχτη της μαυρίζει τις ψυχές μας κι αυτή είναι για μας, μια καθημερινή εθνική καταστροφή.

Κι όμως, έχουμε τη δύναμη να εξυψωθούμε και το αποδεικνύουμε όταν βρισκόμενοι στο εξωτερικό και εντασσόμενοι σε ένα σύστημα που δεν τρέφεται απ’ την ασυδοσία, την νωχέλεια και τον ωχαδερφισμό, μεγαλουργούμε. Γιατί όταν απειλούμαστε γινόμαστε μια γροθιά, έτοιμοι να βρεθούμε δίπλα στον συνάνθρωπό μας, αρωγοί και προστάτες του. Γιατί είμαστε γεννημένοι για μεγάλα πράγματα και το πιστεύω βαθιά, αρκεί να ξεφύγουμε από το ασφυκτικό μας καβούκι μέσα στο οποίο ψάχνουμε χρόνια τώρα, χώρο για να βολευτούμε, νομίζοντας ότι αυτή η εγωιστική γωνιά μας, είναι αφετηρία, μαζί και προορισμός.

Ίσως, θα ήταν πιο συνετό να αρχίσουμε να αντιδρούμε όταν αγγίζουν το δέρμα μας, παρά όταν τρυπάνε τη σάρκα μέσα απ’ αυτό. Λίγο πιο γρήγορα δηλαδή. Όχι μόνο, όταν ο κόμπος φτάνει σο χτένι. Να συνειδητοποιήσουμε πως ό,τι αφορά τους άλλους, αφορά κι εμάς. Πρέπει επιτέλους να ξεμάθουμε να επιτελούμε το χρέος μας στην κοινωνία παρακολουθώντας και σχολιάζοντας πικρόχολα τις αδυναμίες της.

Ας κοιτάξουμε λίγο έξω απ’ τη Σπηλιά των Σκιών μας, ας δούμε τον κόσμο στο πρωτότυπό του και θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι σ’ αυτόν.

Ας σεβαστούμε τους εαυτούς μας, τους γείτονες μας, τους οδηγούς στο δρόμο, τους συναδέλφους, τους υπαλλήλους, τους πελάτες μας λίγο παραπάνω κι ίσως τότε η Ελλάδα να αξίζει στους Έλληνες.

Ο Μακρυγιάννης κάποτε μίλησε για την ανάγκη να είμαστε στο «εμείς» και όχι στο «εγώ». Μέχρι τη στιγμή αυτή, ποτέ δεν πίστεψα ότι θα διαφωνούσα μαζί του. Γιατί όταν το «εμείς» τείνει προς το συλλογικό κακό, ίσως πρέπει να επιστρέψουμε πίσω στο «εγώ». Αυτή τη φορά, όχι για να το χαϊδέψουμε κι άλλο, μα για να το επαναπροσδιορίσουμε. Μόνο τότε θα αξίζει να ενωθούμε ξανά όλοι «εμείς». Γιατί, αυτή τη φορά, θα είναι για το κοινό καλό.

Ας μην περιμένουμε την επόμενη φωτιά…