tumblr_m1cwpp8czh1r4hp3vo1_500

Νικόλας Σμυρνάκης | Η τόλμη του παρακάτω

tumblr_m1cwpp8czh1r4hp3vo1_500

διήγημα δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικόΒακχικόν, 2012

Βρίσκονται ακριβώς από κάτω μου. Τέσσερις ή πέντε κοπέλες. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά γιατί τους έχω γυρίσει πλάτη. Κάθομαι στο διαχωριστικό κάγκελο στην άκρη του υπερυψωμένου δρόμου, ακριβώς πάνω από το λιμάνι. Καμιά δεκαπενταριά μέτρα με χωρίζουν από την κεντρική αποβάθρα. Το ένα μου πόδι ακουμπά στο μεσαίο σίδερο του κάγκελου, το άλλο στο έδαφος. Ίσα που το φτάνω. Χρησιμοποιώ σαν αποκούμπι το γόνατό μου και γράφω σε πρόσωπο πρώτο, προς αναγνώστη άγνωστο. Να τι του γράφω:«Σου υπόσχομαι, αυτή την ιστορία δε θα τη διανθίσω. Θα καταγράψω ό,τι βλέπω. Μα για να καταγράψω ό,τι βλέπω πρέπει πρώτα να δω αυτά, που έπειτα θα καταγράψω. Γι’ αυτό, ας μην χρονοτριβώ άλλο».Λίγο πριν βάδιζα στον κεντρικό δρόμο που βγάζει στο λιμάνι και διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. Μου χαμογέλασαν. Νομίζω όλες. Τις τρεις τις θυμάμαι σίγουρα. Δεν ανταπέδωσα το χαμόγελο. Η έκπληξή μου παρέλυσε τους μυς του προσώπου μου την πιο ακατάλληλη στιγμή. Μουρμούρισαν κάτι με απογοήτευση και μια δόση υπεροψίας.

Έχουν περάσει τρία λεπτά από την ώρα που ξεκίνησα να γράφω. Τις έχω πάντα πλάτη. Δεν ξέρω καν αν είναι ακόμα εκεί. Άλλαξα στάση, δήθεν να γράφω καλύτερα. Χειρότερα γράφω αλλά τώρα τις έχω ευθεία μπροστά. Μάλλον, δηλαδή. Θέλω να πω, δεν κοίταξα ακόμα αλλά νιώθω καθαρά τις παρουσίες τους. Α, μόλις τις άκουσα. Εγώ πάνω στο δρόμο, όπως πάντα, κι εκείνες από κάτω στο λιμάνι, μια ανάσα από το καράβι που προφανώς μιλά τη γλώσσα τους. Τα μεγάφωνα ηχούν κι ακούγεται μια ανακοίνωση στα εβραϊκά, στα αραβικά ή στα τούρκικα. Δεν ξεκαθαρίζω. Και να ξεκαθάριζα θα καταλάβαινα;
Τελικά ήταν τέσσερις. Γύρω στα 18. Σίγουρα πρώτη φορά μακριά απ’ το σπίτι τους. Στα πρόσωπά τους καθρεφτίζεται η ασίγαστη έκπληξη του πρωτοταξιδευτή. Φαίνονται τολμηρές. Αρκετά τολμηρές ώστε να κοιτούν κατάματα, να χαμογελούν στα υποψιασμένα αρσενικά και να απολαμβάνουν το θράσος τους χασκογελώντας.«Πολύ γενικόλογο αυτό το “κοιτούν κατάματα και χαμογελούν στα υποψιασμένα αρσενικά”, άγνωστε αναγνώστη. Δε φτάνει μόνο να καταγράφω πιστά ό,τι βλέπω αλλά κι ό,τι σκέφτομαι. Οι γενικότητες δε βοηθούν σε αυτό, είναι όμως ο καλύτερος τρόπος να περάσεις προσωπικά μηνύματα, χωρίς να φανεί ότι η πρόθεσή σου είναι να περάσεις προσωπικά μηνύματα. Θα μου πεις, πάλι αυτό έκανα. Θα σου πω, πόσο δίκιο έχεις. Και έπειτα θα σου πω και κάτι άλλο. Θα προσπαθήσω από δω και πέρα να αποδίδω πιστότερα αυτά που σκέφτομαι. Τέρμα οι γενικότητες. Αλλά ας μην χρονοτριβώ άλλο».Επιβεβαιώνω γι’ άλλη μια φορά ότι αυτές οι ηλικίες δεν υπακούουν στους νόμους των ανθρώπινων σχέσεων. Τολμούν να δείξουν ανεπιτήδευτα όσα αργότερα θα παλεύουν να αποκρύψουν. Μου δίνουν, παρόλα αυτά, την αίσθηση ότι τους λείπει το «θάρρος του παρακάτω». Τα ασφαλή κακαρίσματά τους δεν είναι παρά αέρινες υποσχέσεις για επισφαλείς πραγματοποιήσεις.
Μόλις με χαιρέτησαν.
–    Πού πάτε; τους έγνεψα.
–    Go go, πήρα την απάντησή μου. Με αποστόμωσαν και έκαναν να φύγουν.
Η πιο ψηλή ξαναγύρισε. Την ακολούθησαν δειλά κι ανόρεχτα οι άλλες. Τώρα με κοιτούσαν διερευνητικά κι οι τέσσερις.
–    What you print; πήρε πρώτη το λόγο η ψηλή με τα κατάσπαστα αγγλικά.
–    What; τη ρώτησα.
Πλησίασαν κι άλλο. Κοιτούσαν ψηλά με το χέρι αντήλιο στοχεύοντας τις προθέσεις μου.
–    What you print; το λόγο είχε πάντα η ψηλή.
–    I write. I don’ t paint, απάντησα ελπίζοντας να είχα καταλάβει τι εννοούσε.
–    Aaaa, χορωδία κουαρτέτο κι απομακρύνθηκαν λες και είχαν επιτελέσει το χρέος που όφειλαν στη διερευνητική τους φύση.
Η ψηλή πρώτη. Οι άλλες από πίσω της. Έτσι, χωρίς προειδοποίηση. Κατευθύνονταν προς το κέντρο της πόλης. Τις ακολούθησα δειλά κι από απόσταση από τον κατηφορικό δρόμο πάνω απ’ το λιμάνι. Λίγο πιο κάτω βρεθήκαμε στο ίδιο επίπεδο εδάφους. Το ανυπόμονο βλέμμα μου τις έκλεισε ξανά στο οπτικό του πεδίο. Με κατάλαβαν. Έριχναν κλεφτές ματιές πίσω τους. Σε μια στιγμή σταμάτησαν και κρεμάστηκαν από τα κάγκελα του μικρότερου λιμανιού με τα σκαφάκια και τις ψαρόβαρκες. Έδειχναν προς τη μεριά του πελάγους, στην κατεύθυνση ενός τίποτα χαμένου στα βάθη της θάλασσας. Έκαναν ότι το σχολίαζαν, μα ούτε το κοιτούσαν.
«Θα μου πεις, άγνωστε αναγνώστη, πώς να κοιτάξει κανείς ένα τίποτα; Επέτρεψέ μου να σου πω κάτι που ήδη έχεις καταλάβει. Το τίποτα δεν υπήρχε, ήταν μόνο μια αφορμή. Στην πραγματικότητα συζητούσαν για τον «τύπο» που τώρα τις είχε σχεδόν φτάσει. Κι ας συνέχιζαν να χειρονομούν με ενθουσιασμό προς την πλευρά του τίποτα. Και τώρα που το είπα, μη ρωτάς γιατί σου λέω κάτι που έχεις ήδη καταλάβει. Μάλλον ρώτα. Σε παρακαλώ να ρωτάς ελεύθερα ό,τι θέλεις. Αλλά ας μην χρονοτριβώ άλλο».Πλησίασα επιφυλακτικά. Μίλησα στις πλάτες τους. Στην αρχή, τίποτα. Σαν αυτό του πελάγους. Έπειτα γύρισαν. Οι τρεις από τις τέσσερις. Η ψηλή είχε χαθεί κάπου στη διαδρομή προς το τίποτα.
–    I write a book, βρήκα το θάρρος και ψέλλισα.
–    What;
–    A book.
–    What book;
–    A book about a trip.
–    What trip;
–    This trip.
Τους έδειξα το έδαφος από κάτω μου λες και αντιπροσώπευε όλο τον Άγιο Νικόλαο.
–    Agios Nikolaos is my first stop.
«And last» έκανα να τους πω, μια και δεν είχα σκοπό να γράψω κανένα βιβλίο. Τουλάχιστον όχι μέχρι τη στιγμή που τις είδα. Δεν μίλησα, όμως, γιατί δεν θα καταλάβαιναν.
–    Tell me your names. Where are you from; Τόνισα τις λέξεις μία μία, πολύ
προσεκτικά, μήπως κι αποφύγω δυο τρία «what tell;» και «what names;». Με χαμόγελα σβησμένα, μου συστήθηκαν.
–    Sarel, Mary, Josephine. From Israel.
Είχα δίκιο. Δεν είχαν το θάρρος του παρακάτω. Η ψηλή χαμένη κι οι άλλες τρεις ανήσυχες, μια και είχαν αρχίσει να συλλαμβάνουν την απουσία της.
«Εβραίες ε; Καλά σας κατάλαβα», σκέφτηκα. Βέβαια και Τουρκάλες να ήταν το ίδιο θα έλεγα.
–    Mine is Alex.
–    What;
Αυτή τη φορά δεν ήμουν το ίδιο προσεκτικός.
–    A-l-e-x.
«Αρκετά», σκέφτηκα. «Σήμερα δεν είναι η μέρα μου». Τις χαιρέτησα από απόσταση μια και η αρχική διαχυτικότητά τους είχε αντικατασταθεί πλήρως από την επιφυλακτικότητα του χειροπιαστού «και τώρα;».
Ένιωσα την ανάγκη να φύγω από το λιμάνι. Το υγρό στοιχείο μου θύμιζε ένα τίποτα χαμένο στα βάθη του πελάγους. Κίνησα ίσια πάνω, προς τον πεζόδρομο που ενώνει το λιμάνι με την κεντρική πλατεία της πόλης. Στο τέλος του πλακόστρωτου άκουσα τ’ όνομά μου. Δεν γύρισα μια και δεν πίστευα πως υπήρχε κανείς σε απόσταση εκατό χιλιομέτρων που να με αναζητούσε. Πόσο μάλλον σε ξένη γλώσσα. Πόσο μάλλον με κατάσπαστη αγγλική προφορά.
–    Alex, επέμεινε.
Γύρισα προς το μέρος της φωνής. Με περίμενε, μόνη, η τέταρτη και πιο ψηλή της παρέας. Η μέχρι πρότινος χαμένη. Είχε ένα χαμόγελο πιο μεγάλο απ’ την, κατά τ’ άλλα χαριτωμένη, εβραϊκή της μύτη.
Η πεποίθησή μου για την «τόλμη του παρακάτω» των τεσσάρων κοριτσιών είχε ανέλπιδα πληγεί. Κατά το ένα τέταρτό της. Εμένα πάντως μου ήταν αρκετό.
Το βιβλίο που δεν είχα ποτέ σκοπό να γράψω απέκτησε τίτλο: «Μα πώς ήξερες το όνομα μου;», μια ψηλή ηρωίδα ονόματι Ramonda και μια ανολοκλήρωτη ιστορία.
«Έχουν περάσει δυο χρόνια κι ακόμα τη ζω, άγνωστε αναγνώστη. Όπως ζω όλες μου τις ιστορίες. Μέσα από σένα… Σε ευχαριστώ που με άκουσες κι απόψε. Καληνύχτα».Ο Νικόλας Σμυρνάκης ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Μουσικές Πατρίδες Παντού (Ιδ. έκδοση, 2009), το e-book Η καταγωγή του Τάνγκο (IslandOfMan, 2012) κι έχει συμμετάσχει στις συλλογές διηγημάτων (e-book) Δήγμα Γραφής (OpenBook.gr, 2011) και 12/12/12 – Οκτώ Ιστορίες για μια Πλατεία(OpenBook.gr, 2012).
tumblr_m1cu2y3hCu1r4hp3vo1_r1_500

Νικόλας Σμυρνάκης | Αγάπησα ένα μυρμήγκι

tumblr_m1cu2y3hCu1r4hp3vo1_r1_500

διήγημα δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό deity.gr , 2012

Γράφει ο Νικόλας Σμυρνάκης

Πρέπει να είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος πάνω στη Γη. Και δικαίως. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς δεν είναι και όλοι οι άλλοι το ίδιο. Θα ήταν βέβαια μεγάλο μπέρδεμα να είμαστε όλοι οι άνθρωποι οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι πάνω στη Γη, αλλά δε μας αξίζει τίποτα περισσότερο από αυτό.

Και πώς να μας αξίζει όταν και μόνο επειδή υπάρχουμε πεθαίνουν μυριάδες γύρω μας. Φοβάμαι να περπατήσω, να αναπνεύσω, να οδηγήσω γιατί κάθε φορά που περπατώ, που αναπνέω, που οδηγώ, γίνομαι δολοφόνος. Δεν αντέχω τις τύψεις και το μόνο πια που μου μένει είναι, μέσα στους μυριάδες που σκοτώνω, να τελειώσω άλλον έναν, μήπως και ησυχάσω μια και καλή.

 

Σκέφτομαι καιρό να αυτοκτονήσω, αλλά πριν από αυτό θα ήθελα ένας γίγαντας να με πατήσει, να μου συντρίψει τα κόκαλα αλλά να μη με σκοτώσει, να γκρεμίσει το σπίτι μου και να με αφήσει να βολοδέρνω στη παγωμένη φύση, να επιτεθεί στα παιδιά μου, έτσι από ανία, μια μέρα που δεν θα έχει πώς αλλιώς να σκοτώσει το χρόνο του.

Η αρρώστια μου – ίσως να το έχετε καταλάβει ως τώρα – είναι ότι θεωρώ ότι όλα τα ζώα και τα φυτά έχουν ακριβώς την ίδια αξία με εμένα. Σε κάθε έναν από τους μύριους θανάτους γύρω μου, θρηνώ, πονώ και δακρύζω όπως θα θρηνούσα, θα πονούσα και θα δάκρυζα για έναν δικό μου άνθρωπο. Είμαι επομένως καταδικασμένος να θρηνώ, να πονώ και να δακρύζω συνεχώς και όταν για μερικά λεπτά ξεχνιέμαι μέσα στο σπίτι, κλείνω τα μάτια και δε βλέπω μια μύγα σε έναν ιστό ή πεθαμένη στο πάτωμα από φυσικά αίτια, που δε σκέφτομαι πως ένας αθέατος στο μάτι μικροοργανισμός χάθηκε γιατί χθες η Κυρά Φρόσω, η σπιτονοικοκυρά μου, έβαλε ηλεκτρική σκούπα στο σπίτι της, αναπολώ και μετανιώνω για τις ζωές που πήρα πριν αρρωστήσω.

Μυρμήγκια που πάτησα γιατί κοιτούσα ευθεία μπροστά κι όχι κάτω, χορτάρια που ξεπάτωσα για να φυτέψω φυτά τις επιλογής μου, λουλούδια που απέκοψα από τον κορμό της μάνας τους γιατί ήθελα κάπου να τα δωρίσω, σαλιγκάρια που έσπασα γιατί δεν ξεκολλούσαν από τα κουτσούρια που μάζευα για να ζεσταθώ το χειμώνα, αρνάκια που έφαγα για να κορέσω την πείνα μου.

Δεν τρώω, αρνούμαι να ζεσταθώ, δεν πλένω τα ρούχα μου, δεν βγαίνω από το σπίτι, η κατάστασή μου τελευταία έχει επιδεινωθεί, η αρρώστια έχει προχωρήσει, την νιώθω στο κεφάλι σαν έναν υπερμεγέθη όγκο που κατατρώει τις σκέψεις μου. Είμαι ένας ζωντανός νεκρός που κάποτε άφηνε νεκρούς στο πέρασμά του για να παραμείνει ζωντανός και τώρα παρακαλεί να γίνει σύντομα ένας σκέτος νεκρός.

Καμιά φορά βυθίζομαι σε λήθαργους ύπνου που μοιάζουν με προσωρινούς θανάτους. Το μόνο που τους διαφοροποιεί από τον οριστικό θάνατο είναι τα όνειρα με τα οποία συνοδεύονται.

Ένα από αυτά, το πιο συχνό απ’ όλα, είναι το αγαπημένο μου:

Σέρνομαι με τις λιγοστές μου δυνάμεις προς την εξώπορτα, έτοιμος να βγω και πάλι στον έξω κόσμο. Με τύψεις, είναι η αλήθεια, αλλά η επιθυμία μου ξεπερνά για λίγο τις ενοχές για τις ζωές που θα χαθούν. Καταφέρνω και την ανοίγω με εξαιρετική δυσκολία. Ένας καινούριος κόσμος απλώνεται μπροστά μου.

Ανακτώ αμέσως τις δυνάμεις μου, παίρνω δέκα κιλά που με δείχνουν και πάλι υγιή, σηκώνομαι στα πόδια μου και περπατώ κατά μήκος τεράστιων γεφυρών που οδηγούν στον ουρανό. Δεν πατώ στο χώμα, πουθενά τσιμέντο, κανένα πλάσμα δεν πεθαίνει, δεν πονά εξαιτίας μου. Είμαι για πρώτη φορά χαρούμενος.

Λίγο πιο πέρα, πάντα πάνω στη γέφυρα, ανάμεσα σε δύο αστέρια της ημέρας, λίγο πριν τον ήλιο, στο σημείο που θα βγει το βράδυ η σελήνη – μη ρωτάτε που τα ξέρω όλα αυτά, οι αστρονομικές αυτές γνώσεις είναι μέρος του ονείρου – εξελίσσεται μια κηδεία. Όσο πλησιάζω ο θρήνος γίνεται σπαραγμός και ο αλαλαγμός οδυρμός. Πλήθος ανθρώπων συνοδεύουν στην τελευταία του κατοικία τον νεκρό. Το ανοιχτό φέρετρο είναι κοντά δύο μέτρα σε μήκος, ο άνθρωπος που φιλοξενεί σίγουρα θα είναι ευμεγέθης.

Πλησιάζω με σκοπό να κοιτάξω μέσα. Περνώ μέσα από σπρωξίματα, δάκρυα, μαλλιοτραβήγματα και φτάνω στο νεκρό. Αλλά πουθενά νεκρός. Κοιτώ πιο προσεχτικά και στο βάθος του φέρετρου τελικά κάτι ξεδιαλύνω. Ένα μυρμήγκι. Η κοινωνία αυτή θρηνεί για ένα τόσο δα μυρμήγκι.

Ξαφνικά νιώθω πως πρέπει να είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος πάνω στη Γη. Βλέπω τους γύρω μου να κλαίνε και δεν καταλαβαίνω πώς δεν είναι και εκείνοι το ίδιο. Θα ήταν βέβαια μεγάλο μπέρδεμα να είμαστε όλοι οι άνθρωποι, οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι πάνω στη Γη, αλλά δε θα μας άξιζε τίποτα λιγότερο από αυτό.

Για πρώτη φορά δεν είμαι μόνος, για πρώτη φορά κι άλλοι άνθρωποι μοιράζονται την αρρώστια μου. Μόνο που σε αυτόν τον κόσμο, το να είσαι υγιής σημαίνει να έχεις την αρρώστια μου. Μόλις περνάει η επίδραση της πρώτης χαράς μου, συνειδητοποιώ ότι είμαι ένας χαρούμενος ανάμεσα σε ένα πλήθος δυστυχισμένων. «Και πάλι μόνος είμαι», σκέφτομαι και ύστερα συνέρχομαι από τον λήθαργο ύπνου που μοιάζει τόσο με προσωρινό θάνατο.

Συνέρχομαι, όπως συνήλθα μόλις. Συνήλθα από το όραμα αλλά σαν να μην ξύπνησα. Δε βλέπω τα καχεκτικά χέρια μου, το μαύρο από την απλυσιά στρώμα μου. Για πρώτη φορά όλα γύρω μου, μα πρωτίστως μέσα μου είναι κενά, σαν έναν θάνατο δίχως όνειρα, σαν έναν θάνατο οριστικό.

tumblr_lyiqwgzPIY1r1cwub

“Οι 5 πιο απεχθείς πολιτικές πλάνες των ημερών”

tumblr_lyiqwgzPIY1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2012

Να τους αφήνουμε να πιστεύουν ότι έχουν ακόμα το δικαίωμα να μιλούν εξ ονόματι του κόσμου δηλώνοντας ευθαρσώς «τι επιθυμεί ο λαός να γίνει», «τι περιμένει ο λαός από αυτούς» κτλ.

Να πιστέψουμε ότι ένας τραπεζίτης έχει καμιά καούρα να ασχοληθεί με τα προβλήματα των υπερχρεωμένων από τις τράπεζες Ελλήνων.

Να νομίζουν ότι μπορούν να υποκαταστήσουν τις εκλογές, άρα και τη δημοκρατία, με διορισμένες κυβερνήσεις.

Να νομίζουν ότι θα καμφθούν οι αντιστάσεις του κόσμου επειδή με την είσοδο της ΝΔ στην κυβέρνηση εκπροσωπείται δήθεν στη Βουλή, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού (last year).

Να ελπίζουμε σε κάτι καλό από την νέα κυβέρνηση και να περιμένουμε να αντισταθούμε αφού μας πάρουν πάλι τα σώβρακα.