tumblr_lyilo5jsuO1r1cwub

“Όχι θα σκάσω”

tumblr_lyilo5jsuO1r1cwub

– άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2010

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Κοιτώ και βλέπω κενό. Το κενό του άδειου, το κενό του τίποτα. Άδεια βλέμματα, άδεια μαγαζιά. Σκυθρωπά πρόσωπα σε δρόμους της πόλης που έσφυζαν από ενθουσιασμό, παρακαταθήκη μιας κρίσης που χτύπησε πρώτα στην περηφάνια και έπειτα στην τσέπη. Τη στιγμή που η πόλη παραλύει και η απαισιοδοξία μας καλεί να δώσουμε το ύστατο χαίρε, να αποτίσουμε φόρο τιμής στην άλλοτε σιδηρά κυρία, κάτι αλλάζει.

Ένας μπακάλης στην αγορά μου είπε «ευχαριστώ πολύ» και έσταζε μέλι επειδή αγόρασα μαρούλια αξίας δύο ευρώ. Την Κυριακή ο γείτονάς μου, που έπλενε το αμάξι του (ο ίδιος μετά από χρόνια) μου απεύθυνε μια πηγαία καλησπέρα. Κάποια μπαλκόνια πολυκατοικιών έχουν μετατραπεί σε μικρά θερμοκήπια καθώς τα παρτέρια γέμισαν ντομάτες και κρεμμύδια. Περνώντας από τα Λιοντάρια και τη Δαιδάλου, αν και βλέπω λιγότερο κόσμο, ακούω πιο πολλά «γεια», «πού είσαι;», «τι κάνεις;». Δεν ξέρω αν είναι ιδέα μου, αλλά μου φαίνονται πιο ευγενείς, πιο ειλικρινείς οι άνθρωποι. Υπάρχει ένας κοινός κώδικας που μας ενώνει όλους, είμαστε συνδεδεμένοι λόγω των κοινών δυσκολιών. Δίνουμε περισσότερη σημασία στα απλά. Απειλούμαστε λιγότερο από τα λούσα και την επιτυχία του άλλου γιατί το λούσο είναι πια ντροπή και η επιτυχία δυσεύρετη. Και θέλουμε να γλυκάνουμε τη δική μας δύσκολη θέση, επιβεβαιώνοντας τη δύσκολη θέση του άλλου.

Η κρίση σκορπά στάχτες στον αέρα κι από αυτές αναγεννιούνται μικροί Φοίνικες, κινήματα πολιτών, νέες αξίες, αλλιώτικες συμπεριφορές. Δεν χάνεται αναγκαστικά η ουσία της ανθρώπινης επαφής και της διασκέδασης όταν το δίλλημα «βγαίνουμε» Χάνδακος ή Κοραή αντικαθίσταται από το «μένουμε» σπίτι σου ή στο δικό μου. Άλλωστε, όταν βρισκόμαστε σε κάποιο σπίτι με φίλους, βρισκόμαστε με φίλους και όχι τυχαία με δεκάδες γνωστούς. Επιλέγουμε εμείς τη μουσική κι όχι ένας DJ κολλημένος στην jazzbit, poptsiftetel, laikobluzσκηνή. Αλλάζουμε το φωτισμό και τη διακόσμηση ανάλογα με τα κέφια. Το μενού είναι δικό μας και το αποτέλεσμα: σπιτικό φαγητό για έξι άτομα. Κόστος; Πενήντα δύο ευρώ. Απόλαυση; Ανεκτίμητη. Κάθε σπίτι εστιατόριο και κάθε μπαλκόνι ημιυπαίθρια καφετέρια.

Οι ποδηλάτες αλωνίζουν το κέντρο και φτάνουν πριν από όλους στον προορισμό τους. Το βλέπεις στα πρόσωπά τους ότι είναι περήφανοι γι’ αυτό που κάνουν και πως νιώθουν οίκτο για όλους τους υπόλοιπους fun του μηχανοκίνητου αθλητισμού που επιμένουν να ταλαιπωρούν εαυτούς και περιβάλλον.

Όσοι ακόμα βλέπουν τηλεόραση, δεν πιστεύουν όσα ακούνε και πολλοί απ’ όσους έβλεπαν, δε βλέπουν πια. Όλο και περισσότεροι αρνούνται να υποκύψουν σε καρεκλοκένταυρους, βολεμένους, ξερόλες, μίζερους, στατιστικολόγους, αναλυτές.

Μια κοινωνία ορθιοκουνιστών θαμμώνων σε μαγαζιά κώφωσης χωρίς χώρο ποτοστάθμευσης, τηλεορασόπληκτων ματάκηδων, γκαζοεξαρτημένων σβούρων, αλλάζει, είτε από ανάγκη είτε από επιλογή. Η Κρίση αδειάζει την τσέπη και οξύνει την κρίση, θα έλεγε κάποιος και κάποιος άλλος ότι καθαρό μυαλό με άδεια τσέπη τι να το κάνεις;

Τότε είναι που χτυπούν οι γλυκύτατοι έως μακάριοι εκπρόσωποι μιας ομάδας ανθρώπων στην οποία ανήκει ένας φίλος που τυχαία συνάντησα προχθές. Αυτό που λέμε, μια κατηγορία από μόνος του.

«Γράψε κάτι για την Κρίση στο Ηράκλειο», μου λέει. «Κι εγώ αυτό κάνω». «Γράφεις;», τον ρωτάω. «Την γράφω», μου απαντά. «Κυριολεκτικά. Φέρε μου ένα χαρτί να δεις». Έβγαλα το σημειωματάριο, του έδωσα στυλό. Έγραψε:

«Κρίση, Κρίση, Kρίση. Όχι θα σκάσω».

tumblr_mchx15CQcl1r4hp3vo1_400

Νικόλας Σμυρνάκης | “Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο”

tumblr_mchx15CQcl1r4hp3vo1_400

– διήγημα δημοσιευμένο στην εφημερίδα πόλης Monitor, 2010 και στο περιοδικό Fresh, 2012

– στήλη Το ΝηΣί του ανθρώπου 

Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο. Όλοι κοιτούσαν το πρόσωπο του ανθρώπου δίχως πρόσωπο ακριβώς γιατί ένας άνθρωπος δίχως πρόσωπο είναι ένα θέαμα αξιοπρόσεχτο.

Πώς είναι δυνατόν, θα μου πείτε, να κοιτά κάποιος καταπρόσωπο έναν άνθρωπο δίχως πρόσωπο; Δηλαδή τι ακριβώς κοιτά; Το κενό που γεμίζει το χώρο ανάμεσα στον ασθενικό λαιμό και τα αιωρούμενα μαύρα σγουρά μαλλιά του; Και πάλι, μπορεί ένα κενό να γεμίζει έναν χώρο;

Γιατί ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο, μάτια είχε. Πρόσωπο δεν είχε. Μόνο που τα παραείχε, καθώς είχαν μέγεθος τουλάχιστον δυο φορές μεγαλύτερο απ’ το σύνηθες και πετάγονταν έξω απ’ τις κόγχες τους έτοιμα να κρεμαστούν απ’ τα βλέφαρα.

Είχε και χείλια. Πρόσωπο δεν είχε. Για την ακρίβεια είχε μόνο ένα χείλος. Το πάνω του χείλος έμοιαζε περισσότερο με μια ουλή, που σαν να είχε προέλθει από δαγκωματιά άγριου θηρίου. Πιο εύκολα το παρομοίαζες με απουσία χείλους, παρά με χείλος.

Η μύτη του ήταν σκυφτή και τα ρουθούνια του σχεδόν αναποδογυρισμένα. Είχε πλατύ κούτελο, μικροσκοπικά αυτιά με διπλωμένες άκρες και τα δύο μπροστινά δόντια του ζούλαγαν μόνιμα το κάτω και μοναδικό χείλος του. Τα σμιχτά φρύδια και το πεταχτό, ανασηκωμένο πηγούνι του, ολοκλήρωναν μια εικόνα απελπιστικά φοβιστική ως και εντυπωσιακά αστεία.

Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο δεν είχε πρόσωπο. Είχε μόνο χαρακτηριστικά προσώπου. Όλοι έβλεπαν ένα κενό στη θέση του προσώπου του, συγκεντρωμένοι τόσο στα στοιχεία που το αποτελούσαν. Τα εμφανώς διαφορετικά ή για κάποιους απεχθή αυτά χαρακτηριστικά ήταν τόσο αξιοπρόσεχτα που οι άνθρωποι, όπως ήταν φυσικό, τα αξιο-πρόσεχαν. Και ξεχνούσαν την βαθύτερη αξία ενός προσώπου. Όσο απομακρύνεσαι απ’ τη Γη, οι λίμνες, οι οροσειρές, τα δάση της, ενώνονται και γίνονται μια καθολική σφαίρα. Οι άνθρωποι δεν κατάφεραν ποτέ να δουν από ψηλά τον άνθρωπο δίχως πρόσωπο. Να δουν την σφαιρική εικόνα του.

Ο άνθρωπος αυτός, αν και είχε όλα τα συστατικά στοιχεία ενός ανθρώπου με πρόσωπο, παρέμενε ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο.

Αν και δε ζούσε σε ένα βουνό απομονωμένος, αλλά αντίθετα στην πόλη ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν είχε δει ποτέ κανέναν. Όχι, ανθρώπους είχε δει. Δεκάδες συναντούσε καθημερινά, τυχαία στο δρόμο. Πρόσωπο δεν είχε δει κανένα.

Είχε μάθει να μην απαντάει στις προκλήσεις των ανθρώπων. Να απλώνει στα πρόσωπά τους λίγη από την αόρατη πούδρα που και ο ίδιος δεν παρέλειπε να χρησιμοποιεί μπροστά στον πάντα ανειλικρινή καθρέφτη του. Εκείνη την πούδρα που κρυφά τον προμήθευαν, εδώ και χρόνια, οι άνθρωποι με τα αδιάκριτα βλέμματα. Αυτοί που νομίζουν ότι είναι φυσιολογικοί επειδή έτυχε να μοιάζουν μεταξύ τους. Ποιος να βρεθεί να τους πει, χωρίς να κατηγορηθεί απ’ τους ίδιους ως αναρχο-κακοποιό στοιχείο, πως αν η πλειοψηφία είναι στοιχείο δημοκρατίας, τότε η μειοψηφία ή ακόμα η μονάδα, είναι στοιχείο ανατροπής του σκοταδισμού που δημιουργούν χρόνιες δημοκρατικές πλειοψηφίες.

Μα ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο ήξερε μόνο να «μην». Να μην απαντά, να μη μιλά και προπαντός, να μην κοιτά.

Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο, δεν είχε δει ποτέ κανένα απ’ τα πρόσωπα των άλλων ανθρώπων. Γιατί δεν κοίταξε ποτέ κανέναν καταπρόσωπο. Για να μην τους δει να τον κοιτάνε. Στο πρόσωπο.

Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο ζούσε ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους δίχως πρόσωπο. Κανείς τους δεν γνώριζε, όχι ακόμα τουλάχιστον, ότι γίνεσαι αυτό που επίμονα κοιτάς.

Ένας άνθρωπος, δίχως πρόσωπο.